Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ (ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΩΝ) ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΗΛΕΙΑΣ / ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ







Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ IN SITU


Στο μάθημα του Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού του 9ου εξαμήνου της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ, με συμμετοχή 50 φοιτητών/τριων και με τη βοήθεια πολλών συναδέλφων και εξωτερικών συνεργατών, αποτυπώσαμε την κατάσταση 3 ορεινών χωριών του νομού Ηλείας μετά τις πυρκαγιές και επιχειρήσαμε να επανασχεδιάσουμε τους οικισμούς με κριτήρια οικολογικής, παραγωγικής και κοινωνικής βιωσιμότητας. Στα συμφραζόμενα αυτά αντιμετωπίσαμε και το θέμα της πολλαπλά τραυματισμένης σήμερα αρχιτεκτονικής τους φυσιογνωμίας. Θα μιλήσω στη βάση αυτής της εμπειρίας γιατί, παρ’ ότι μετέχω πολλά χρόνια στο κίνημα για τη σωτηρία των δασών, η εμπλοκή μου στην Ηλεία αποτελεί , με την υλικότητά της, ένα σημαντικό υπόδειγμα κατανόησης του προβλήματος και, ταυτόχρονα, ένα μάθημα αυτογνωσίας, που θέλω να μοιραστώ μαζί σας.

1α . ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

O πληθυσμός των χωριών μπορεί να χωριστεί σε 3 κατηγορίες :

• Μόνιμοι κάτοικοι : αυτοί που παραμένουν όλο τον χρόνο και εργάζονται στο νομό Hλείας, κυρίως στον αγροτικό τομέα (γεωργικές καλλιέργειες, κτηνοτρόφοι). Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και συνταξιούχοι (συνήθως αυτοί που επέστρεψαν στον τόπο καταγωγής τους), οι οποίοι παραμένουν σχεδόν όλο τον χρόνο στα χωριά. Αρκετοί συνταξιούχοι είναι, ταυτόχρονα, μικροπαραγωγοί.

• Hμιμόνιμοι κάτοικοι : αυτοί που διατηρούν στενές σχέσεις με τα χωριά και παραμένουν αρκετούς μήνες τον χρόνο, κυρίως το καλοκαίρι, τα Xριστούγεννα, το Πάσχα και κατά το μάζεμα της ελιάς. Ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων αστικών κέντρων διατηρεί κατοικία και περιουσία στα χωριά.

• Επισκέπτες : γύρω από τους μόνιμους και ημιμόνιμους κατοίκους περιστρέφονται οι επισκέπτες, μέλη της ευρείας οικογένειας ή φίλοι που επισκέπτονται περιστασιακά τα χωριά και φιλοξενούνται από τους μόνιμους και ημιμόνιμους κατοίκους.

H σύνθεση αυτή του πληθυσμού των χωριών στηρίζει την επιβίωση και περαιτέρω ανάπτυξή τους, προσφέρει πρόσθετα εισοδήματα στους κατοίκους των αστικών κέντρων, διευρύνει τις δυνατότητες επικοινωνίας των μόνιμων κατοίκων, επιτρέπει στους ημιμόνιμους κατοίκους και τους επισκέπτες να διαβιούν κοντά στη φύση και διαμορφώνει μια φιλική σχέση πόλης – υπαίθρου. Eν κατακλείδι, δημιουργούνται σύνθετα κοινωνικά και πολιτισμικά, ανοιχτά οικιστικά σύνολα, έναντι των κλειστών παραδοσιακών κοινοτήτων.
Η καταστροφή από τις πυρκαγιές δημιούργησε ανατροπή στη σύνθεση του πληθυσμού. Αρκετοί μόνιμοι κάτοικοι, που δεν ήταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν στα χωριά, τα εγκατέλειψαν προσωρινά ενώ οι ημιμόνιμοι, και ακόμα περισσότερο οι επισκέπτες, έρχονται πολύ λιγότερο.

1β . ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ

κ. Δημήτρης, νέος κτηνοτρόφος. Έχασε τις ελιές και το σπίτι του μαζί με τα οικόσιτα ζώα. Έσωσε το κοπάδι του, όμως δυσκολεύεται με την τροφή των ζώων.
“Tις γιορτές, δεν μας πείραξε τόσο ότι είμασταν πολύ λίγες οικογένειες, όταν πριν μαζευόμασταν τόσοι άνθρωποι. Μας κακοφάνηκε ότι δεν ήρθε κανείς από τις αρχές να μας πει μια καλημέρα”.
κα Kαλλιόπη, ηλικιωμένη αγρότισσα. Έχασε τις ελιές της και τα αιγοπρόβατά της. Σώθηκε το σπίτι της.
“Mου ‘χει μείνει ένα κουβάρι στο στομάχι από τις πυρκαγιές και δεν λέει να φύγει. Έμεινα ένα μήνα στο νοσοκομείο. Δεν μου βρίσκανε τίποτα”.
κα Mαρία, συνταξιούχος όπως και ο σύζυγός της, μένουν μόνιμα στο χωριό. Έχασαν τις ελιές τους και 90 κουνέλια. Σώθηκε το σπίτι τους.
“Αν χαθεί το πατρικό σπίτι, χάνονται όλα. Νομίζω ότι αν είχε καεί το σπίτι μου, δεν θα μπορούσα να σταθώ” και μας έδειξε μια γωνιά στο καθιστικό με τις φωτογραφίες των γονέων και των συγγενών – “τα κειμήλια”, είπε.
Όλοι μιλούν με υπερηφάνεια για το δάσος που είχαν και, ταυτόχρονα, με απόγνωση για την καταστροφή του. Αισθάνονται την απώλεια μιας κοινής περιουσίας και θρηνούν γιατί φτώχυναν από τη μια στιγμή στην άλλη.

1γ . TO ΦYΣIKO ΠEPIBAΛΛON


H περιοχή των τριών οικισμών βρίσκεται στο νότιο τμήμα του όρους Ξηχόρτι στο κεντρικό τμήμα του νομού Ηλείας. Η μικρή σε μέγεθος ορεινή αυτή έξαρση είναι επιμήκης και διαταγμένη στον άξονα A-Δ με ψηλότερες κορυφές στα 821 μ. και 788 μ. Οι τρεις οικισμοί βρίσκονται στο μέσον της νότιας πλευράς (ημιορεινή ζώνη), και είναι προστατευμένοι από τον βορρά. Απέναντί τους βρίσκεται το όρος Mίνθη και ενδιάμεσα σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα την οποία διασχίζει ο χείμαρρος της Mακαρούνας.

Tο πλούσιο φυσικό περιβάλλον καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία των χωριών. Είναι κτισμένα στις παρυφές του δάσους που αποτελεί το άνω όριό τους. Το κάτω όριο διαμορφώνεται από τις εγγύτερες καλλιεργημένες εκτάσεις και βοσκοτόπια. Οι βασικές παραγωγικές δραστηριότητες είναι η γεωργία – ελιές, οπωροκηπευτικά – και η κτηνοτροφία. Το δάσος κυριολεκτικά εισχωρεί στους οικισμούς ακόμα και με τη μορφή δασικής σφήνας στις κτισμένες περιοχές και, αντίστοιχα, οι καλλιέργειες σε ορισμένα σημεία συμπλέκονται με τον οικισμό. Αυτό σημαίνει ότι κάποτε εκχερσώθηκαν τμήματα δάσους για να καλλιεργηθούν και για να κτιστούν κατοικίες και βοηθητικά κτίσματα ( αποθήκες, στάβλοι, κοτέτσια)
Η διαδικασία διαμόρφωσης των χωριών καθιστά τα όριά τους και τα όρια μεταξύ των 3 περιοχών – δάσος, καλλιέργειες, κτίσματα – ευμετάβλητα. Αν μια περιοχή σταματήσει να καλλιεργείται μετατρέπεται, συν τω χρόνω, με φυσική διαδικασία σε δάσος, πράγμα που έχει συμβεί σε παλαιότερα κτήματα-ιδιοκτησίες των κατοίκων των χωριών. Επίσης, κομμάτια γης με πλούσια βλάστηση, οικοδομούμενα, αποκτούν χαρακτηριστικά οικοπέδου. Υπάρχει μια λογική αλληλουχία κτισμένου / άκτιστου, όμως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να οριοθετηθούν σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα οι οικισμοί και να προστατευτεί το δάσος, με αποσαφήνιση του καθεστώτος διαχείρισης και των επιτρεπτών χρήσεων από τους κατοίκους (βόσκηση, υλοτόμηση, συλλογή ρετσινιού κ.λπ.).

H βλάστηση αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο των υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων οι οποίοι περιβάλλουν τα κτίσματα και συμβάλλει με την παρουσία της στη μορφή του δημόσιου χώρου (φυσικά όρια, πρανή κ.λπ.). Μέσα στα χωριά, στην αυλή των σπιτιών ή στο απέναντι πλάτωμα, υπάρχουν κήποι με παραγωγή οπωροκηπευτικών για ατομική κατανάλωση. Καρποφόρα και καλλωπιστικά δένδρα και φυτά, διαμορφώνουν τις αυλές και τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο. Η βλάστηση αποτελεί ένα πολύμορφο συνεχές που απλώνεται με τρόπο ελεύθερο από το δάσος μέχρι τις γλάστρες στις εισόδους των κατοικιών.
Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν απτά δεδομένα για να φανταστούμε την προηγούμενη μορφή του φυσικού περιβάλλοντος και να συλλάβουμε τη μελλοντική, σε βάθος χρόνου, εικόνα του. Ο χρόνος της φύσης είναι πολύ διαφορετικός από τον χρόνο της ανθρώπινης ζωής και των ανθρώπινων κτισμάτων και παρεμβάσεων. Μ’ αυτή τη μακριά διάρκεια χρειάζεται να συμφιλιωθούμε στα σχέδια αναγέννησης - ανασυγκρότησης του φυσικού περιβάλλοντος. Σε κάθε περίπτωση, η οικολογική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση του αγροτικού χώρου με τη στήριξη της παραγωγής και των ανθρώπων για να παραμείνουν στα χωριά τους.

1δ. Ο ΟΙΚΙΣΤΙΚΟΣ ΙΣΤΟΣ, ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ

Tα 3 χωριά έχουν υποτυπώδη δημόσιο χώρο, λόγω του μικρού μεγέθους τους, αλλά και γιατί οι ορεινοί οικισμοί συγκροτήθηκαν, πρωτίστως, ως συστάδες κατοικιών δίπλα στο δάσος και τις καλλιέργειες χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για χώρους συλλογικής κοινωνικής ζωής, πλην των απαραίτητων δρόμων πρόσβασης σ’ αυτά, στις κατοικίες, τις γεωργικές εκτάσεις και τα βοσκοτόπια.

Παρ’ ότι ο κτισμένος χώρος είναι περιορισμένος, η αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία έχει ανατραπεί με σύγχρονα κτίσματα, ασύμβατα με το πνεύμα του τόπου. Σκύβοντας, όμως, σε κάθε μια κατοικία χωριστά, ανακαλύπτουμε σχεδόν σε όλες ένα πρωταρχικό πέτρινο πυρήνα – το «μακρυνάρι» - δυσδιάκριτο μέσα στις σύγχρονες προσθήκες.


2. ΓENIKEΣ ΔIAΠIΣTΩΣEIΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ/ΑΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ

TA EΠIKAIPA ΘEMATA THΣ APXITEKTONIKHΣ

Ο εντοπισμός στα 3 χωριά συγκεκριμενοποιεί με τρόπο αμείλικτο την τεράστια οικολογική καταστροφή, με αλυσιδωτές παραγωγικές και κοινωνικές επιπτώσεις, που επέφεραν οι πρωτοφανείς σε έκταση πυρκαγιές του καλοκαιριού.
Η χώρα μας πρωτοπορούσε ήδη σε αρνητικούς περιβαλλοντικούς δείκτες και σε πολιτικές που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή. Η ζωή στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Aττική έχει γίνει αβίωτη, ο αγροτικός χώρος συρρικνώνεται, τα δάση, το αστικό πράσινο και οι περιαστικές αδόμητες εκτάσεις θυσιάζονται στο βωμό της διαρκούς επέκτασης της πόλης, της δόμησης και της εμπορευματοποίησης των τελευταίων ελεύθερων χώρων της.
Η διέξοδος από την οικολογική κρίση, που συνδέεται με την πολιτική πρόληψης και ανάσχεσης των πυρκαγιών, συνεπάγεται ριζική αλλαγή του κυρίαρχου προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης, ανατροπή των πολιτικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων, οι οποίες διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να διαμορφώνουν τη σημερινή Ελλάδα. Το διακύβευμα σήμερα είναι η σωτηρία του πλανήτη απέναντι στην κλιματική αλλαγή και η ανάδειξη του περιβάλλοντος στον κοινό παρονομαστή της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης και σκέψης. Στα καθ’ ημάς αυτό μεταφράζεται, συν τοις άλλοις, σε μηδενική νέα δόμηση και σε ανάπλαση του ήδη κτισμένου χώρου με οικολογικά κριτήρια.
Οι νεκροί της Hλείας, τα χωριά που έσβησαν από τον χάρτη, τα ζώα και τα πουλιά που κάηκαν, τα δέντρα και τα φυτά, η γη που έγινε στάχτη δεν πρέπει να ξεχαστούν. Αντίθετα, στη μνήμη τους πρέπει να στηριχθεί ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του χώρου και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που εκδηλώνονται σ’ αυτόν. Η αρχιτεκτονική πρέπει να επιστρέψει στο πρωταρχικό και το μείζον της επιβίωσης της φύσης και των ανθρώπων.
Η αρχιτεκτονική χρειάζεται για να επουλώνει τα τραύματα στο φυσικό και αστικό περιβάλλον, όχι για να προσθέτει στο φλοιό της γης και στην άμορφη μεγέθυνση των πόλεων νέους όγκους και κατασκευές που δεν αποσκοπούν παρά στην κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης και των ακινήτων. Η αρχιτεκτονική πρέπει να επαναφέρει την αξία χρήσης για τους πολλούς ως ηθικό πρόταγμα των έργων της.
Πώς φτάσαμε, όμως, σ’ αυτή την καταστροφή; Γιατί παίρνουν φωτιά τα δάση; Γιατί καταστρέφονται περιοχές εξαιρετικού φυσικού κάλλους, προστατευόμενες από ευρωπαϊκές συμβάσεις;
Στην περίπτωση της Hλείας δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τη σπίθα που πυροδότησε την καταστροφή. Αμέλεια, κερδοσκόποι, καταπατητές, ξερά χόρτα, σκουπίδια ή / και συνδυασμός πολλών παραγόντων ενοχοποιούνται στις περισσότερες περιπτώσεις πυρκαγιάς. Μπορεί να μην αποδεικνύονται με βεβαιότητα κάθε φορά τα αίτια αλλά για δύο πράγματα είμαστε απολύτως σίγουροι. Πρώτον, η κλιματική αλλαγή πολλαπλασιάζει τους κινδύνους για τα δάση και το περιβάλλον. Δεύτερον, δεν υπάρχει θεσμική θωράκιση των δασών, του φυσικού τοπίου, των φυσικών οικοσυστημάτων, των θαλάσσιων πάρκων, της χλωρίδας και πανίδας του τόπου μας. Αντίθετα, η επιδίωξη συνταγματικής αναθεώρησης των άρθρων 24 και 117, οι δασοκτόνοι νόμοι, οι διαρκείς αποχαρακτηρισμοί δασών, η αυθαίρετη και η εκτός σχεδίου δόμηση, τα προωθούμενα Γενικό Χωροταξικό και Ειδικό Χωροταξικό για τον Τουρισμό, τα επενδυτικά σχέδια όπως αυτά στη λίμνη του Καϊάφα, οι τερατώδεις ξενοδοχειακές μονάδες «all inclusive», όπως αυτές στην Κυλλήνη και τη Μεσσηνία, τα γκολφ και οι χιλιάδες τουριστικές βίλλες που σχεδιάζει το YΠEXΩΔE, όλ’ αυτά δημιουργούν το πλαίσιο της ασυδοσίας και της εκποίησης του περιβάλλοντος, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ένα κλίμα κοινωνικής αδιαφορίας, ανοχής ή / και συνενοχής.
Στην περίπτωση της Ηλείας αποκαλύφθηκε, επίσης, η απόλυτη ανυπαρξία πολιτικής πρόληψης και πυρόσβεσης. Δεν υπάρχει ενιαίος φορέας δασικής προστασίας, δεν υπάρχουν επίγεια μέσα και ανθρώπινο δυναμικό πυροσβεστών.
“Kάηκε το σπίτι, το λιοστάσι, τα ζώα μου, κάηκε η ζωή μου. Για ένα πυροσβεστικό”, είπε ένας ηλικιωμένος αγρότης.
Η πολιτική που οδήγησε στο ολοκαύτωμα των ανθρώπων και της φύσης είναι βαθιά αντικοινωνική και αντιοικολογική. Το αγοραίο πρότυπο ανάπτυξης απορρόφησε όλους τους πόρους από την κοινωνική και οικολογική προστασία και άφησε απροστάτευτους τους ανθρώπους και το περιβάλλον.
Το αφύσικο, λοιπόν, φαινόμενο των πυρκαγιών είναι φυσικό επακόλουθο όλων των προηγούμενων πολιτικών επιλογών και κοινωνικών δεδομένων.
Η σπατάλη της φύσης, του κοινωνικού και παραγωγικού κεφαλαίου έχει ιλιγγιώδεις διαστάσεις και δεν είναι μόνο οι πυρκαγιές που καταστρέφουν. Είναι μια διαρκώς επεκτεινόμενη αστικοποίηση, ένας ισοπεδωτικός και θλιβερός αστικός τρόπος ζωής, που σαρώνει μοναδικούς ανθρώπινους βιόκοσμους, κοινωνικά και παραγωγικά τοπία με αξιακό φορτίο και ισχυρά αντισώματα στον εκβαρβαρισμό των ανθρώπων.
Στην Ηλεία και την Πελοπόννησο δεν κάηκαν μόνο άνθρωποι, ζωντανά, δάση, καλλιέργειες. Καταστράφηκε ένας κόσμος ολόκληρος, ένας τρόπος ζωής, ένα σύστημα αξιών και σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση, τελικά ένας πολιτισμός. Δεν θέλω να εξωραΐσω, ούτε να αποσιωπήσω αντιφάσεις. Αλλά σε στιγμές ανεπανόρθωτων καταστροφών σκεφτόμαστε με καθαρές διαχωριστικές γραμμές. Τα ορεινά χωριά, και οι άνθρωποί ανήκουν σ’ ένα πλαίσιο πολιτισμού που συγκρούεται με τη νεοφιλελεύθερη πρόοδο και τα αναπτυξιακά σχέδια τα οποία προΰπήρχαν της καταστροφής, την προκαλούσαν σταδιακά και την πυροδότησαν. Αυτά τα σχέδια επανεμφανίζονται σήμερα μέσα από τα ερείπια, προτάσσοντας το κέρδος των ολίγων σε βάρος της φύσης και της ζωής των πολλών.
Θα τελειώσω θυμίζοντας ότι η σημερινή κατάσταση των κατοίκων που επλήγησαν είναι σήμερα εξαιρετικά δυσμενής. Σχεδόν 9 μήνες μετά, η στήριξη από το κράτος είναι ελάχιστη. Η καταστροφή δεν είναι συνηθισμένη. Υπάρχουν οικογένειες που έχασαν ταυτόχρονα το σπίτι, τον ελαιώνα, τις καλλιέργειες και τα ζώα τους. Βρίσκονται κυριολεκτικά επί ξύλου κρεμάμενοι. Τα πλήγματα στο δασικό πλούτο και την αγροτική παραγωγή έχουν αλυσιδωτές επιδράσεις σε όλη την κοινωνική και οικονομική υπόσταση της Hλείας : στον τουρισμό, τους αυτοαπασχολούμενους και τη μισθωτή εργασία, τους εποχιακά εργαζόμενους, τους ρομά και τους μετανάστες.
Η εργασία με τους φοιτητές/τριες της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ αποτελεί μια ελάχιστη χειρονομία συμπαράστασης και ταυτόχρονα μια στοιχειώδη συμβολή στον αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη.


ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ / ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Σύμφωνα με στοιχεία από εμπλεκόμενους φορείς στα γεγονότα και στις περυσινές πυρκαγιές και στην διαχείριση, όπως τον Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων για την Προστασία του Πεντελικού, γνωρίζουμε ότι στα δυο τελευταία δάση της Αττικής στα βόρεια της Πεντέλης δεν έχει πραγματοποιηθεί κανένας καθαρισμός τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξερά κλαδιά, πευκοβελόνες, σκουπίδια, πλαστικά και σπασμένα γυαλιά, υλικά όπου συνωστίζονται στο έδαφος θα λειτουργήσουν σαν φιτίλι και προσάναμμα υπό κατάλληλες συνθήκες. Βέβαια αυτά τα δεδομένα εκ στόματος υπευθύνων για την συγκεκριμένη περιοχή, πιθανόν να αφορούν επίσης ένα τρομακτικά μεγάλο μέρος της υπαίθρου σε όλη την Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά λοιπόν είμαστε το ίδιο ανυποψίαστοι και ανέτοιμοι με πέρυσι σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτε. Άλλωστε η συζήτηση επικεντρώθηκε έως τώρα κυρίως στην αποκατάσταση των πυρόπληκτων περιοχών (μία επιχείρηση που ουδόλως….) και όχι στην πρόληψη.
Συζητούσα τις προάλλες με αφορμή την εκδήλωση με μία φίλη όπου συμφωνούσαμε για το τραυματικό της εμπειρίας που ζήσαμε και μου είπε ότι έχει προσπαθήσει να το ξεχάσει και σκεφτόμουν ότι αυτή η αντίδραση είναι φυσιολογική αλλά στην προκειμένη περίπτωση και ανησυχητικά προβληματική διότι τα προβλήματα δεν έχουν λυθεί.
ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ

Είχαμε ξεκινήσει από το καλοκαίρι μία συζήτηση με την Ιωάννα Μύρκα, για αυτό το θέμα που θα διαπραγματευτούμε σήμερα. Η συζήτηση όμως είχε διαφορετική αφετηρία και ήταν σχετικά με ορισμένες παθογένειες που διαπιστώνουμε στην ελληνική πραγματικότητα που όλοι ζούμε. Αντανακλώνται στην καθημερινότητα και όλοι λίγο πολύ τις γνωρίζετε, στον χώρο και στην παραγωγή του που είναι το δικό μου αντικείμενο ως αρχιτέκτονα ή στα οπτικά και άλλα ερεθίσματα που είναι αντικείμενο παρατήρησης και πηγή έμπνευσης ενός εικαστικού.

Ίσως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον όρο παθογένεια να μην είναι δόκιμος όπως χρησιμοποιείται στην ιατρική επιστήμη, εν τούτοις είναι τόσο ευρέως διαδεδομένος που νομίζω ότι γίνεται αντιληπτός από όλους. Πάντως στο πλαίσιο ενός πολιτικο-κοινωνικού γίγνεσθαι εμείς εννοούμε τα φαινόμενα που είναι εγγενή και που επιτρέπουν να παράγονται και το πιο σημαντικό να ανα-παράγονται προβληματικά ή νοσούντα φαινόμενα στην ζωή ενός τόπου.
Να μιλήσει κανείς για τις παθογένειες γενικά διαπιστώνουμε ότι είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα δεδομένου του ότι θα απαιτούσε την συμμετοχή πολλών φορέων από διαφορετικά επιστημονικά πεδία και επίσης είναι ένα θέμα εξαιρετικά γενικό. Επιπλέον έχει την δυσκολία της ομοιόστασης. Συχνά είναι δύσκολο να κατανοήσεις ή ακόμη και να δεις ένα πρόβλημα όταν είσαι μέσα σε αυτό διότι πρέπει να κοιτάξεις τον εαυτό σου στο καθρέφτη.
Θελήσαμε λοιπόν να εστιάσουμε στο ζήτημα των περυσινών τραγικών γεγονότων του καλοκαιριού που παραμένει στη μνήμη μας πολύ νωπό και ίσως μέσα από αυτό να αναδείξουμε καλύτερα ορισμένα αίτια. Όπως στην ιατρική, όπου το παυσίπονο δεν αρκεί για την θεραπεία της νόσου αν δεν έχει γίνει διάγνωση της ασθένειας παρά μόνο για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, έτσι και για τις πυρκαγιές δεν αρκεί η πυρόσβεση αλλά πρέπει να γίνει μία διάγνωση των αιτίων της πυρκαγιάς που είναι η νόσος και βέβαια κατ’ αναλογία με την ιατρική η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα είναι δυνατόν να λειτουργήσουμε δυνάμει όλοι τόσο σαν θύματα όσο και θύτες, με ρευστούς και εναλλασσόμενους ρόλους. Μία παθογένεια λοιπόν ίσως είναι η από κεκτημένη ταχύτητα αδράνεια ή μοιρολατρία και μία άλλη από τις συλλογικές μας παθογένειες είναι ότι έχουμε την τάση να ξεχνάμε πολύ γρήγορα.

Αν υπάρχει κάτι που έχει μείνει σαν συναίσθημα από την εμπειρία των καταστροφών του περυσινού καλοκαιριού είναι απόγνωση και θυμός. Όμως για να εξηγούμαι, ο θυμός αυτός δεν κατευθύνονταν μονομερώς προς την πολιτική ηγεσία αλλά και προς μία πλευρά της ελληνικής κοινωνίας που θα περιέγραφα σαν αυτοκαταστροφική, επιφανειακή, αντιφατική και κάποιες φορές σχεδόν κανιβαλιστική!

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ

Εδώ πριν από οτιδήποτε άλλο πρέπει να κάνουμε σαφές ότι το φαινόμενο που συζητάμε εντάσσεται σε μεγαλύτερα σε διάσταση και έκταση φαινόμενα που αφορούν είτε το ζήτημα των μεσογειακών δασών γενικά και την ένταξη του φαινομένου της φωτιάς σε έναν φυσιολογικό κύκλο ζωής και αναγέννησης τους, είτε σχετίζεται σαφώς με την κλιματική αλλαγή στο οποίο εντάσσονται παρόμοιες μεγάλης κλίμακας πυρκαγιές σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη που θεωρείται ότι επίσης ανήκουν στο μεσογειακό κλίμα με παρόμοιες δηλαδή συνθήκες κλίματος στον πλανήτη όπως εκτός από την ίδια τη λεκάνη της Μεσογείου, την Καλιφόρνια, περιοχές της Αυστραλίας και της Νότιας Αφρικής.
Σε κύκλους που δεν είναι απόλυτα προσδιορισμένοι αλλά τοποθετούνται σε τριακονταετία και σχετίζονται με τον κύκλο ωρίμανσης και γήρανσης των κωνοφόρων συμβαίνει κάποια στιγμή σε ένα στάδιο όπου το νεκρό υλικό, τα ξερά κλαδιά δηλαδή υπερβαίνει ένα ποσοστό και οι καιρικές συνθήκες ξηρασίας και θερμότητας ευνοούν την εμφάνιση ανάφλεξης. Οι κλιματικές αλλαγές χωρίς καμία ύπαρξη δόλου αλλά με την αύξηση της ξηρασίας και της θερμότητας μόνο συνιστούν αύξηση του ποσοστού επικινδυνότητας πυρκαγιάς. Το γεγονός λοιπόν αυτό τοποθετεί το φαινόμενο της πυρκαγιάς για τα δικά μας δεδομένα στα πλαίσια ενός φυσικού φαινόμενου.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποια αξιοσημείωτα δεδομένα που αφορούν την Ελλάδα: Η Ελλάδα διαθέτει την πλουσιότερη σε ποικιλία χλωρίδα στην Ε.Ε. με περισσότερα από έξη χιλιάδες είδη 10% των οποίων είναι μοναδικά και γηγενή. Εν τούτοις η Ελλάδα δεν είναι γνωστή για τους κήπους της ή την ύπαρξη ελεύθερων χώρων, πάρκων ή βοτανικών κήπων, είδη χώρων από τους οποίους διαθέτει τους λιγότερους από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ε.Ε!



ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
Από εκεί και πέρα το ζήτημα που αφορά την οικονομία της οικοδόμησης και που έχει ήδη ξεκινήσει να συζητιέται στα πλαίσια των εκδηλώσεων του Ακτιστου με πάνελ που προηγήθηκαν και έπονται του δικού τοποθετώντας το φαινόμενο μέσα σε ένα καθαρά κοινωνικό-πολιτικό, νομικό και οικονομικό πλαίσιο. Η ελληνική οικονομία είναι μία οικονομία που βασίζεται εν πολλοίς στην κατασκευή με όλα τα φαινόμενα αναρχίας, προχειρότητας, υπερβολής, διαφθοράς και καταστροφής που νομίζω είναι εν πολλοίς γνωστά και δεν αποτελούν σε σημαντικό βαθμό το θέμα μας. Θέλω μόνο να σας διαβάζω δύο μικρά αποσπάσματα τόσο πρόσφατα, όσο και παλαιότερα που περιγράφουν μία οικεία κατάσταση.

Από τη Καθημερινή (4/5) του Νίκου Ξυδάκη που με οργισμένο αλλά και λυρικό τρόπο περιγράφει κατά τη γνώμη μου μία κατάσταση σχετικά με την οικονομία της οικοδόμησης:

«εκτός σχεδίου, τεμάχιο άρτιο τεσσάρων στρεμμάτων», όπου οικοδομούνται νομίμως 200 τμ και παράνομα όσα αντέχεις. Κτηνώδεις βίλες, πισίνες σε περιβάλλον δομικής λειψυδρίας, συγκροτήματα ρουμ, κατάτμηση γης, ιλιγγιώδης κερδοσκοπία. Σε μία κοινωνία όπου κυβερνούν οι εργολάβοι, οι διεφθαρμένοι της Πολεοδομίας, οι ρουματζήδες και οι μαντράδες υλικών, γιατί να γίνει ρύθμιση και χωροθέτηση, γιατί να προστατευθεί η πατρίδα από τις ορδές εποίκων και κερδοσκόπων;…Λίγο παρακάτω:

Στις πλείστες των περιπτώσεων οι τοπικές κοινωνίες πλειοψηφικά εκφραζόμενες μέσω αιρετών δημοτικών αρχόντων, νομαρχιακών συμβουλίων, βουλευτών και επαγγελματικών ενώσεων, μποϋκοτάρουν οποιαδήποτε απόπειρα ρύθμισης και σχεδιασμού, εφόσον θεωρούν ότι θίγει το ιερό real estate και την αχαλίνωτη οικοδόμηση. Η χωροθέτηση δράσεων και βίου απειλεί τα οικόπεδα’ ποιος νοιάζεται για το μέλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη; Ο λαός υπερασπίζεται λυσσαλέα το κατακτημένο του δικαίωμα στην αταξία και στο τσιμέντο. Αυτό το λαό, τον οικοδόμο και νοικοκύρη, τον οικοπεδούχο, τον πλαστουργό υπεραξιών real estate, ακούει ο υπουργός Χωροταξίας.

Αρκετό καιρό πριν ο Henri Lefebvre είχε κάνει επίσης αυτή τη διαπίστωση για την ελληνική πραγματικότητα επισημαίνοντας τα εξής:
«η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το παρακάτω κύκλωμα: κερδοσκοπία πανω στη γη, δημιουργία κεφαλαίων με αυτό τον τρόπο, επένδυση αυτών των κεφαλαίων στην οικοδόμηση και πάει λέγοντας. Κύκλωμα εύθραυστο που μπορεί να σπάσει κάθε στιγμή και που προσδιορίζει ένα τρόπο αστικοποίησης χωρίς εκβιομηχάνιση…αλλά με γρήγορο ρυθμό οικιστικής εξάπλωσης με κερδοσκοπία πάνω στα οικόπεδα και στα ακίνητα, με μία ευημερία που συντηρεί τεχνητά το κύκλωμα… H. Lefebvre, Εκβιομηχάνιση και Αστικοποίηση/ Το δικαίωμα στην πόλη. Εκδ. Παπαζήση, 1977

ΔΙΑΦΑΙΝΌΜΕΝΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ


1. Ενδεικτικά η έννοια του μεσογειακού κήπου σήμερα μας είναι άγνωστη. Ο κήπος όπου και όταν υφίσταται περιγράφει την αφελή, απλοϊκή και βεβαίως καταστροφική μεταφορά ενός απροσδιόριστου έτσι κι αλλιώς λανθασμένου μοντέλου που έχει αποτυπωθεί στο μυαλό του μέσου Έλληνα πιθανόν από ταινίες του Χόλιγουντ και μία αρχετυπική εικόνα και έννοια του suburb της Δυτικής ακτής όπως αυτές μεταφέρονται από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
2. Ο όρος αρχιτεκτονική τοπίου και περιβαλλοντικός σχεδιασμός στις αρχιτεκτονικές σχολές μέχρι πρόσφατα αποτελούσε άγνωστο χώρο και ακόμη αφορά ειδικότητες και περιοχές που δεν καλύπτονται επαρκώς.
3. Στην τρέχουσα αρχιτεκτονική γλώσσα ο περιβάλλων χώρος ή η πρασιά συνηθίζουμε να αναφέρεται ως ο ακάλυπτος, (μία καθημερινή και πρακτική ίσως απόδοση του άκτιστου) ονοματοδοτείται δηλαδή ως το υπόλοιπο, το περίσσευμα, κάτι για το οποίο υπάρχει πάντα μία αμηχανία χρήσης. Πιστεύω ότι η περίφημη και κυρίαρχη τάση στον σχεδιασμό να υπερβούμε λυσσαλέα το όριο δόμησης αφορά κατά βάθος μία περιφρόνηση ή πιθανόν και μία φοβία για αυτόν τον ακάλυπτο. Μία άγνοια για την σημασία του σε αντιπαράθεση με τον καλυμμένο, τον στεγασμένο χώρο, ένα χώρο που ελέγχουμε καλύτερα.
4. Σχεδιαστικά και πρακτικά οι πρόσφατες ακραίες συνέπειες των όσων περιγράφω είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση νέων κατασκευών όπου το πράσινο αποφεύγεται σε οποιαδήποτε μορφή πολυπλοκότητας σχεδιασμού, και όπου τα δέντρα επίσης αποφεύγονται και υπάρχει μία διαδεδομένη τάση να αντιμετωπίζονται πλέον σαν ακαθαρσία. Άλλωστε υπάρχει μία κυρίαρχη τάση και στον σχεδιασμό που θέλει το αρχιτεκτόνημα να στέκεται σε ένα γυμνό τοπίο και η θέα του να είναι απρόσκοπτη από και προς αυτό από φυλλωσιές και την φυτοκάλυψη.
5. Η έννοια και λειτουργία της προσωρινής κατάληψης δημόσιου χώρου για ομαδική ψυχαγωγία ή παιχνίδι και επικοινωνία αφορά μόνο τις ακτές και όχι πάρκα ή πλατείες παρά μόνο σε ελάχιστο ποσοστό και πιθανόν εκτονώνεται μία φορά το χρόνο με τη μορφή του παραδοσιακού εορτασμού της Καθαρής Δευτέρας με το πέταγμα των αετών και το πικ νικ στην ύπαιθρο. Οι ελεύθεροι αυτοί χώροι στην Αττική ήταν πολλοί αλλά δεν υπήρξαν δημόσιοι, ήταν τα σημερινά ή αυριανά οικόπεδα που θυσιάζονται ένα προς ένα στο βωμό της οικοδόμησης. Δημόσιος χώρος που όψιμα έχουμε κινητοποιηθεί για την απειλή πλήρους εξαφάνισής του πραγματικά ποτέ δεν υπήρχε στην Ελλάδα σαν παράδοση και σαν χρήση όπως υπάρχει σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
6. Ο επίδοξος κάτοικος και κάτοχος ενός ωραίου τοπίου στο οποίο επιδιώκει να βρεθεί για να το καταναλώσει στην πραγματικότητα το πνίγει. Πνίγει το αντικείμενο του θαυμασμού του και μάλιστα σε βαθμό αφανισμού

Θέλω να επισημάνω σε συντομία την ιστορία του τρόπου που εξελίσσεται η σχέση του έλληνα με την φύση που ως ένα βαθμό βρίσκονται στη ρίζα των αίτιων που οδηγούν στις πυρκαγιές.

Η σχέση του έλληνα με τη φύση υπήρξε πάντα χρηστική/ λειτουργική δηλαδή αγροτική. Ήταν όμως μία βαθιά σχέση με γνώση που αφορούσε τους κύκλους του χρόνου σε σχέση με τις καλλιέργειες, τις ιδιότητες και τις χρήσεις των φυτών άγριων και μη. Ήταν μια σχέση συνεργίας.
Η παρούσα κατάσταση θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μία σχέση που έχει προκύψει από την γρήγορη μετατροπή ενός αγροτικού πληθυσμού με την εσωτερική μετανάστευση και την συρροή στις πόλεις σε μικροαστικό/ αστικό όπου οι γνώσεις είτε χάνονται είτε περιορίζονται σε λίγες περιπτώσεις στις δυνατότητες που παρέχει η μεταφορά της επαφής με την φύση στον περιορισμένο χώρο και έτσι κι αλλιώς στο τεχνητό περιβάλλον ενός μπαλκονιού. Έτσι σήμερα έχουμε ένα μεγάλο κομμάτι κοινωνίας πρόσφατα αστικοποιημένης που ζει σε συνθήκες πραγματικής και συμβολικής απόστασης και αποκλεισμού από την φύση.
Ταυτόχρονα οι συνθήκες υποβάθμισης ολοένα και περισσότερων περιοχών της πόλης ενθαρρύνουν μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναζητήσουν ‘καλύτερες’ συνθήκες παραέξω από το κέντρο. Οι καλύτερες συνθήκες βέβαια μεταφράζονται απλά και μόνο σε στοιχειωδώς μεγαλύτερους χώρους και κάποιες φορές κυρίως σε πανταχόθεν ελεύθερες πολυκατοικίες. Στην περίπτωση αυτή η παρουσία της φύσης από σχεδόν ανύπαρκτη μεταφράζεται σε μικρό κοινόχρηστο χώρο φυτεμένο με τυπικό διεκπεραιωτικό τρόπο. Η επαφή με το φυσικό περιβάλλον λοιπόν είναι πλέον μέσα από μία κακή αναπαράσταση της φύσης από τον υποτυπώδη, κακά σχεδιασμένο και συντηρημένο κήπο του ακάλυπτου ενώ αυτή η παραμορφωμένη σχέση μεταφέρεται ταυτόχρονα λόγω επιφανειακής αναπαραγωγής του κυρίαρχου προτύπου και λόγω έλλειψης γνώσης και στο υπόλοιπο της χώρας. Η φύση πλέον αποτελεί αντικείμενο μίας επιφανειακής σχέσης που σε μεγάλο βαθμό παραμένει απροσδιόριστη αλλά είναι σαφώς αντικείμενο εμπορευματοποίησης, χρήσης και κατάχρησης. Ο βιασμός της είναι κοινή και καθημερινή πρακτική για πολλές διαφορετικές κατηγορίες.

Η θέα είναι περισσότερο αυτό που βλέπει και ρεμβάζει ο αστός και όχι ο αγρότης και η εκτίμηση του τοπίου κυρίως ως θέας είναι ένα πολύ πρόσφατο και εν πολλοίς επιφανειακό φαινόμενο, απόρροια των παραπάνω κοινωνικών αλλαγών. Το βουνίσιο και ανάγλυφο του εδάφους ή η θέα προς τοπόσημα, κάνουν πλέον την θέα ένα επιθυμητό είδος πολυτελείας που έως τώρα ποτέ δεν υπήρξε σε σπάνη οπότε και δεν εκτιμάτο αφού σε προηγούμενους αιώνες η θέα από τους οικισμούς σε υψώματα ήταν χρήσιμη μόνο για αμυντικούς λόγους και η θέα της θάλασσας δεν είχε αξία τουριστικού προϊόντος, ανάλογη με αυτή που έχει σήμερα.

Η ενστικτώδης ανάγκη της φυσικής επαφής συμπληρώνεται από τον αστικό πληθυσμό κυρίως από τις κάθε είδους αποδράσεις. Από τις καλοκαιρινές διακοπές και βόλτες σε μία παραλία, μέχρι τις πεζοπορίες και ορειβασίες που οργανώνουν σύλλογοι ή παρέες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις όμως, ακόμη και στις καλύτερες η επαφή αυτή παραμένει ευκαιριακή και συμπτωματική. Η φύση αποτελεί το αντικείμενο επιθυμίας μέσω της οποίας πραγματοποιείται η εκτόνωση, κάτι σαν το ευκαιριακό σεξ που δεν έχει παρελθόν αλλά ούτε και μέλλον. Είναι το εδώ και τώρα της ικανοποίησης της επιθυμίας του ενστίκτου. Η ασυνείδητη ροπή προς τη φύση και το φυσικό έχει διαστρεβλωθεί σε κάτι που δεν έχει στόχο παρά μόνο την προσέγγισή της μέσα από τη κατανάλωση, την ψυχαγωγία και την τέρψη .
Ενώ όμως αυτή η τάση είναι η επικρατούσα εν γένει σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, στην ελληνική κοινωνία συνδυάζεται με μία έλλειψη συγκροτημένης αισθητικής που εμφανίζεται σαν επίδειξη πλήρους αδιαφορίας ή πράξη εισβολής και βεβήλωσης με την ελεύθερη απόρριψη απορριμμάτων και μπάζων σε οποιοδήποτε σημείο ανεξαρτήτως αισθητικής του ιδιαιτερότητας.

Η φύση σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί το τρόπαιο που κατακτά ο νικητής με τους όρους της νεοφιλελεύθερης αγοράς. Με την άφιξή του με το τζιπ 4Χ4 στον τόπο κατανάλωσης, μία μακρινή ταβέρνα. Στην αγριότερη μορφή του με την πραγματική κατάκτηση κάποιας γης, -νόμιμα ή παράνομα, εδώ δεν έχει τόση σημασία- όπου θα εγκατασταθεί με τους δικούς του όρους, μέσα από την απροσδιόριστη ανάγκη του για προσέγγιση της φύσης, όρους επιβολής.
Συνυφασμένο και σε συνδυασμό με τα παραπάνω είναι το αντικείμενο της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον που νομιμοποιεί την απόρριψη σκουπιδιών και μπάζων, σε σημεία που για άλλους θα ήταν η πεμπτουσία της ομορφιάς ενός τοπίου. Ο άνθρωπος λοιπόν έχει πάψει να έχει οργανική σχέση με τη φύση που παλιά όπως είπαμε ήταν λειτουργική, αγροτική και παραγωγική ενώ αυτών των μορφών οι σχέσεις που έχουν χαθεί δεν έχουν αντικατασταθεί από άλλες.

Ο άνθρωπος λοιπόν ενστικτωδώς αποζητά την επιφανειακή αυτή σχέση που προαναφέραμε προηγουμένως μέσω της εποίκισης της.

Η ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ / ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Πριν από ενάμιση μήνα, στις 28, 29 και 30 Μαρτίου, βρέθηκα κατά τύχην προσκεκλημένος σε ένα Συνέδριο Αρχιτεκτονικής, οργανωμένο από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που είχε ως αντικείμενο ακριβώς τις αρχιτεκτονικές αντιμετωπίσεις της υπαίθρου. Η ανακοίνωσή μου εκεί είχε στενότατη σχέση με το θέμα που προτίθεμαι να αναπτύξω εδώ, γι’ αυτό επιτρέψτε να ξεκινήσω διάβάζοντάς σας ένα μέρος της.

………………………………………………………………………………………………….
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΤΟΠΙΟΥ» είναι προσφιλής στους αρχιτέκτονες… Και είναι εύλογο, διότι «τοπίο» είναι μια αισθητική κατηγορία, και η αρχιτεκτονική, πέρ’ από τις καθαρά τεχνικές ή εργαλειακές της όψεις, διεκδικούσε ανέκαθεν και μία αισθητική διάσταση. Με τον όρο τοπίο υποδηλώνουμε την αισθητική ανακατασκευή της φύσης, και ένας από τους πιο αξιόπιστους ιστορικούς τής τέχνης στον εικοστό αιώνα, ο Ernst Gombrich, μας έδειξε με πολλές λεπτομέρειες πώς αυτή αναδύθηκε μέσ’ από την ευρωπαϊκή ζωγραφική τού ύστερου δέκατου έκτου αιώνα. Ένας μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος των αρχών του εικοστού αιώνα, ο Georg Simmel, έδειξε από την πλευρά του τις ευρύτερες κοινωνικές σημασίες με τις οποίες συνυφάνθηκε αυτή η ανάδυση. Η αντιμετώπιση της φύσης ως «τοπίου» θα ήταν αδύνατη για έναν πληθυσμό ο οποίος ζει μέσα στη φύση και από τη φύση – έναν αγροτικό πληθυσμό, παραδείγματος χάριν• η εν λόγω οπτική προϋποθέτει εκείνη την απόσπαση και αποστασιοποίηση από την ύπαιθρο που χαρακτηρίζει τον αστικό τρόπο ζωής, όπως διαμορφώνεται κατά την πρώιμη νεωτερική εποχή στην Ευρώπη, χάρη στην οποία η φύση μπόρεσε να ουδετεροποιηθεί σαν πεδίο προβολής υποκειμενικών αισθημάτων και αποβλέψεων. Σαν να λέμε, από απείθαρχη υλικότητα, η φύση γίνεται τακτοποιημένη αναπαράσταση.
Έχει τεθεί λοιπόν το πρόβλημα της αναπαράστασης. Η «αναπαράσταση» όμως δεν είναι μόνο αισθητική έννοια, είναι και επιστημολογική. Η διερεύνηση αυτής της συμπληρωματικής όψης τής αναπαράστασης ––της επιστημολογικής–– θα μας επιτρέψει να συμπληρώσουμε την ανάλυση του Simmel μ’ εκείνo το οποίο η ίδια δεν περιέλαβε στη διερεύνησή της: το πνεύμα της νέας επιστήμης, που αναπτύσσεται παράλληλα με τις εικαστικές καινοτομίες της αναγεννησιακής και μετα-αναγεννησιακής τέχνης. Και η διευρεύνηση των επιστημολογικών όψεων της αναπαράστασης μας φέρνει ακριβώς στον καρδιά της φιλοσοφίας του Καρτέσιου.
Ο Καρτέσιος (René Descartes), έζησε ανάμεσα στα 1596-1650, την εποχή ακριβώς που κατακτάει την πρώτη της κορύφωση η τέχνη τής αστικής τοπιογραφίας. Όπως είναι γνωστό, το όλο θεωρητικό του εγχείρημα προσανατολίζεται στο αίτημα να παρασχεθεί ένα στέρεο υπόβαθρο βεβαιότητας επί του οποίου να βασιστεί η ραγδαία αναπτυσσόμενη επιστήμη της εποχής του. Ο βηματισμός της καρτεσιανής επιχειρηματολογίας θα οδηγήσει εντέλει στη θεμελίωση ενός νέου μεταφυσικού διπόλου, που έχει την όψη από τη μία πλευρά τής Res cogitans (σκεπτόμενο πράγμα ή ουσία), δηλαδή του κυρίαρχου και ηγεμονικού Υποκειμένου της γνώσης, και από την άλλη πλευρά τής Res extensa (εκτατόν πράγμα ή ουσία), του υποταγμένου και παθητικού Αντικειμένου της γνώσης, που είναι εν γένει ό,τι καλούμε «φύση». Ο ορισμός τής φύσης ως εκτατού πράγματος είναι εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως εδώ. Η ιδέα ενός άπειρου, ενιαίου και ομοιότροπου χώρου (ό,τι δηλαδή εννοεί ο όρος «έκταση») είναι μια εξόχως αφηρημένη σύλληψη και προέρχεται ακριβώς από την Ευκλείδεια γεωμετρία. «Εκτατόν πράγμα» σε τελευταία ανάλυση σημαίνει, ανακατασκευάσιμο με όρους ευκλείδειας γεωμετρίας. Σε ό,τι αφορά την αναγωγή τού φυσικού χώρου στον ευκλείδειο χώρο είχε προηγηθεί βέβαια ο Γαλιλαίος, που δήλωνε ότι «τα μαθηματικά είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το βιβλίο τής φύσης». Είναι η προδρομική ενόραση όλης τής νέας επιστήμης.
Η εμβληματική έκφραση που ορίζει τη νέα σύλληψη της νοούσας υποκειμενικότητας από τον Καρτέσιο είναι Cogito ergo sum («Σκέπτομαι άρα υπάρχω») – όπου Cogito σημαίνει κάτι περισσότερο απ’ όσα συνήθως μεταφράζει ο όρος «σκέπτομαι»: πρωτίστως, αφορά μία βούληση γνώσης που μορφοποιείται ως βούληση αναπαράστασης. Από την άλλη πλευρά του ζεύγματος ο Καρτέσιος δεν μας έδωσε μιαν ανάλογη διατύπωση του υπαρκτικού καθεστώτος τού Αντικειμένου, αν όμως έπρεπε να αρθρώσουμε εμείς εκείνο που διαρκώς υποβάλλεται στην πραγμάτευσή του, αυτή αναμφίβολα θα ήταν: ό,τι υπάρχει αναπαρίσταται (και μόνον ό,τι αναπαρίσταται υπάρχει) – όπου «αναπαρίσταται» σημαίνει, ακριβώς, ανακατασκευάζεται γεωμετρικά. Σύμφωνα με αυτό πνεύμα, άλλωστε, μόνον οι μετρικές ιδιότητες των πραγμάτων είναι ουσιώδεις, οι αισθητές ιδιότητες είναι δευτερεύουσες και περιστασιακές (όπως μπορεί να δει κανείς, λόγου χάριν, στη γνωσιοθεωρία τού John Lock, του λεγόμενου «άγγλου Καρτέσιου»).
Με άλλα λόγια: στην κρίσιμη καμπή του δέκατου έβδομου αιώνα, εάν όχι νωρίτερα, τέχνη και επιστήμη δίνουν τα χέρια στο νέο εγχείρημα της οριστικής κυριάρχησης πάνω στη φύση, όπου το επιζητούμενο αποτέλεσμα εγγράφεται προγραμματικά στον ορισμό τού αντικειμένου: μια φύση εξουδετερωμένη, απόλυτα παθητικοποιημένη και πρόσφορη στους ανθρώπινους χειρισμούς, ήδη νεκρή (εξ ου και η δημοτικότητα του νέου εικονογραφικού μοτίβου που εξαπλώνεται αυτή ακριβώς την εποχή: της «νεκρής φύσης»).
Καθώς το προμηθεϊκό πρόγραμμα της νέα επιστήμης εκδιπλώνεται ανεμπόδιστα τους επόμενους αιώνες, επεκτείνεται και εντατικοποιείται επίσης η νεωτερική φιλοσοφία του Υποκειμένου, με κορυφαία απόληξη τον Γερμανικό Ιδεαλισμό. Υπήρξε βεβαίως μια ενδιαφέρουσα μεσολαβητική στιγμή με τον Καντ, ο οποίος μας προειδοποίησε ότι η γνώση είναι μεν μια ανακατασκευή εκ μέρους τού Υποκειμένου, ποτέ όμως αυτή δεν μπορεί να εξαντλήσει το Αντικείμενο, ή τον κόσμο – κάθε γνωστικό μας εγχείρημα αφήνει ένα μη αναγώγιμο υπόλοιπο, το οποίο εσήμανε με τον αινιγματικό όρο τού Ding an sich («Πράγμα καθεαυτό»)… Οι καντιανοί διασταγμοί όμως θα παρακαμφθούν μία στιγμή μετά από την ανανεωμένη ορμή τού Γερμανικού Ιδεαλισμού, που κορυφώνεται στο τιτάνειο εγχείρημα του Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel).
Ο Χέγκελ έζησε ανάμεσα στα 1770-1831, τη στιγμή ακριβώς της πρώτης και θριαμβεύουσας βιομηχανικής επανάστασης. Γι’ αυτόν, η φύση προορίζεται όχι απλώς να κυριαρχηθεί, όπως μέσα στην πρώιμη αστική γνωσιοθεωρία που αντιστοιχούσε ακόμα σ’ ένα μεταποιητικό στάδιο παραγωγής, αλλά να αναλωθεί ολοσχερώς μέσα στην δεσποτική προέλαση του Πνεύματος, το οποίο δηλώνει ακριβώς τον ανθρώπινο πολιτισμό και την ανθρώπινη ιστορία. Την συλλαμβάνει εξαρχής αρνητικά: στην Εγκυκλοπαίδεια (γραμμένη μεταξύ 1816-19, στη Χαϊδελβέργη) η Φύση τίθεται ως το ετέρως-είναι της Ιδέας, η οποία έχει απόλυτη οντολογική προτεραιότητα. Αυτό το ετέρως-είναι εισάγεται σαν μια κίνηση αναστροφής, αποξένωση ή αλλοτρίωση, η οποία αφού εξαντλήσει την εγγενή της δυναμική προορίζεται να αναστραφεί εκ νέου: η αποξένωση της αποξένωσης είναι ακριβώς η επαναφορά της Ιδέας στον εαυτό της, και αυτό επιτυγχάνεται με τη δράση του Πνεύματος (= άνθρωπος). Σκοπός τού Πνεύματος είναι λοιπόν η τελική εκπνευμάτωση της Φύσης, δηλαδή η απαλλοτρίωσή της από το Πνεύμα, και μέσον με το οποίο το Πνεύμα δρα γι’ αυτό τον σκοπό είναι η έννοια και το εργαλείο (η γνώση και η εργασία): η έννοια, σαν να λέμε, κατατρώει λίγο λίγο την υλική αντίσταση του πράγματος οδηγώντας το στην πλήρη νοητική διαφάνεια – πράγμα που εξωτερικώς αντιστοιχεί στη μετασχηματιστική δύναμη που ασκεί η εργασία πάνω στη φύση.
Πώς θα ήταν ένας κόσμος που έχει γίνει εξ ολοκλήρου «Πνεύμα»; Όπως και αν τον φαντάστηκε ο Χέγκελ, φαίνεται πως η τεχνοκεφαλαιοκρατική κοινωνία τού ύστερου δέκατου ένατου αιώνα και κυρίως του εικοστού πήρε κατά γράμμα το αίτημά του, και ο εφιάλτης της σημερινής κατάρρευσης του παγκόσμιου οικοσυστήματος μοιάζει να είναι η σαρδώνεια υλοποίηση του εγελιανού προγράμματος για μια ολική απαλλοτρίωση της φύσης.

ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΕΔΩ ΓΙΑ να κάνω μια φιλοσοφική παρουσίαση. Αν αισθάνομαι υποχρεωμένος να τα πω όλ’ αυτά είναι μόνο και μόνο για να σκιαγραφήσω τον χάρτη των κεντρικών σημασιών που συγκροτούν τον συνειδητό, ή συχνότερα ασυνείδητον, ορίζοντα μέσα στον οποίον και με τους όρους τού οποίου εκδιπλώνονται τα μεγάλα εργαλειοτεχνικά εγχειρήματα του ανθρώπου τού εικοστού αιώνα.
Και η αρχιτεκτονική είναι ένα από αυτά.
Συμβολικά σχεδόν, ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός γεννήθηκε μέσ’ από μια θεαματική καταστροφή, τη μεγάλη πυρκαγιά του Σικάγο το 1871, και σε διάρκεια λιγότερο από ενός αιώνα είχε αλλάξει την όψη τής οικουμένης (με την κυριολεκτική σημασία του όρου οικουμένη). Θα μπορούσε κάποιος να πει, φέρει την καταστροφή εγγεγραμμένη στον γενετικό του κώδικα, και αν δεν την είχε βρει έτοιμη θα έπρεπε ο ίδιος να την υλοποιήσει (μια άλλη εκτεταμένη καταστροφή, άλλωστε, η ερείπωση της Ευρώπης και ακόμη περισσότερο της Ιαπωνίας από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, του έδωσε ανανεωμένη ώθηση και του άνοιξε νέα λαμπρά πεδία δόξης).
Στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας τους, οι ανθρώπινοι οικισμοί φύτρωναν σαν αποικίες ζωντανών οργανισμών μέσα στο ίδιο το περιβάλλον, από τα υλικά αυτού του περιβάλλοντος και με μια διάθεση να «κρυφτούν» μέσα στο φυσικό τους οικοσύστημα. Το αξίωμα αυτό το διατήρησε από διάφορες πλευρές ακόμα και η μείζων μνημειακή αρχιτεκτονική των αρχαίων αυτοκρατοριών, και ούτε η ραγδαία αστυακή ανάπτυξη της Ευρώπης από τον δέκατο έβδομο αιώνα μέχρι το πρώτο μισό τού δέκατου ένατου τόλμησε να το αγνοήσει παντελώς: ήταν ακόμα «προ-μοντέρνα», όπως θα λέγαμε, αν με τον «μοντερνισμό» εννοούμε το πρόγραμμα απεριόριστης εργαλειοτεχνικής κυριαρχίας του φυσικού κόσμου την οποία εξήγγειλαν, στις δύο διαδοχικές στιγμές που επισημάναμε, ο Καρτέσιος και ο Χέγκελ.
Τη ρήξη αυτή έκανε ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός επιβάλλοντας βίαια, τεχνητά υλικά ––σίδερο, γυαλί, οπλισμένο σκυρόδεμα––, περιφρονώντας τις πρακτικές σοφίες τής λαϊκής οικοδομικής (η οποία άλλωστε αντιστάθηκε μέχρι περίπου τη δεκαετία τού 1960) και, κυρίως, διαβάζοντας ολόκληρο τον γεωμορφολογικό χάρτη σαν σχέδιο τεχνικής ανάπλασης που θα επεξέτεινε καρκινικά το οικισμένο εις βάρος του άγριου, το κτισμένο εις βάρος τού άκτιστου.
Είμαστε κληρονόμοι των αποτελεσμάτων αυτής της στρατηγικής: η καταστροφή του κλίματος που αυξάνει σαν χιονοστιβάδα είναι συνάρτηση όχι μόνο των βιομηχανικών ρύπων ή της πυρηνικής ακτινοβολίας αλλά και της ραγδαίας εξαφάνισης των ζωνών αγριότητας του πλανήτη• η εξαπλούμενη αθλιότητα που περιζώνει τα τερατώδη αστικά κέντρα της γής σήμερα ––το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Ναϊρόμπι, τη Τζακάρτα–– είναι η ανεστραμμένη αντανάκλαση του φουτουριστικού τους κέντρου. Η τεχνολογικοποίηση της κατοικίας την καθιστά ακριβό εμπόρευμα απρόσιτο στους φτωχούς, και η ανάλωση των περιβαλλοντικών πόρων που απαιτεί ρίχνει όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού, τα οποία ζούσαν ικανοποιητικά από την αυτοπαραγωγή, στην απόλυτη φτώχεια…
Είμαστε οι κληρονόμοι αυτής της καταστροφής – και όμως εξακολουθούμε να χτίζουμε• συνεχίζουμε ν’ απαλλοτριώνουμε και να αναπλάθουμε, σύμφωνα με το αξίωμα που μοιάζει να καθοδηγεί τη νοοτροπία όχι βέβαια μόνο των αρχιτεκτόνων: ό,τι υπάρχει αναπλάθεται, κι ό,τι αναπλάθεται αξιοποιείται…
…………………………………………………………………………………………..

Σταματώ εδώ. Το κείμενο εκείνο κατέληγε με μερικά δηκτικά σχόλια για το πνεύμα των επαγγελματιών της αρχιτεκτονικής που δεν έχει νόημα ίσως να επαναλάβω εκτός των πλαισίων ενός ειδικά αρχιτεκτονικού συνεδρίου. Όταν όμως έγραφα παραπάνω τη φράση «θα επεξέτεινε καρκινικά το οικισμένο εις βάρος του άγριου, το κτισμένο εις βάρος τού άκτιστου» είχα πλήρη επίγνωση της αμφισημίας τού όρου άκτιστο – ουσιαστικά, δηλαδή, των θεολογικών καταβολών του. Εδώ θα μπορούσα λοιπόν να επιχειρήσω μια σύντομη σύγκριση των σημασιών τού ακτίστου στο θεολογικό και στο μη θεολογικό συμφραζόμενο όπως το χρησιμοποίησα παραπάνω.
Η διάκριση κτιστό-άκτιστο έγινε θεμελιώδης ορολογία στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος ανάμεσα στον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα, κυρίως με τον Βασίλειο και τις Ομιλίες στην Εξαήμερο, μέχρι τον 8ο αιώνα με τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Είναι η διάκριση, ακριβώς, ανάμεσα στον αιώνιο, υπερβατικό Δημιουργό και τον δημιουργημένο, φθαρτό κόσμο – δηλαδή τη φύση. Ο Χριστιανισμός, υιοθετώντας την ιουδαϊκή μονοθεϊστική ιδέα, οδηγήθηκε εξαρχής σε έναν οντολογικό δυισμό αρκετά συγγενή μ’ εκείνον την κλασικής ελληνικής μεταφυσικής – γι’ αυτό και στην ελληνική μεταφυσική, κυρίως στις διάφορες παραλλαγές του πλατωνισμού, αναζήτησε έννοιες για να διατυπώσει τη θεολογία του. Η πλατωνική διάκριση ανάμεσα σε αισθητά-νοητά δεν επαρκούσε επειδή τα νοητά πράγματα, οι μορφές ή ιδέες δηλαδή της πλατωνικής οντολογίας, έπρεπε να μπορούν να δειχθούν ως επίσης δημιουργημένα από τον υπερβατικό Θεό-Δημιουργό, ο οποίος κατά την άρρητη ουσία του δεν μπορούσε να συλληφθεί από τις νοητικές κατηγορίες. Ανήκε δηλαδή σε μια τάξη επέκεινα και υπεράνω των ιδεών, σύμφωνα με μια σύλληψη η οποία είχε προαναγγελθεί στις τροποποιημένες εκδοχές πλατωνισμού που επαξεργάστηκαν νωρίτερα ο Φίλων ο Ιουδαίος, από τη μία πλευρά, και ο Πλωτίνος, από την άλλη. Ο όρος άκτιστο επιστρατεύεται λοιπόν για να περιγράψει την ίδια τη θεϊκή ουσία ––ό,τι στα σχέδια του Πλωτίνου και του Φίλωνα επονομαζόταν Εν ή Αγαθό–– ενώ στον όρο κτιστό συνοψίζεται ολόκληρη η δημιουργία, των νοητών και υλικών οντοτήτων.
Ολόκληρος ο υλικός κόσμος, η φύση, γίνεται αντιληπτή από τον Χριστιανισμό ως κτιστή – δηλαδή, ω τέχνημα, ως δημιούργημα. Αυτό έχει εξαιρετικά βαρύνουσες οντολογικές συνέπειες: σημαίνει δηλαδή, ότι δεν έχει ζωή ούτε δύναμη αφεαυτής, αλλά εξαρτάται απόλυτα, για την επιβίωση και τη σωτηρία της, από τον υπερβατικό Δημιουργό της. Πράγμα που σημαίνει, για κάθε ορθόδοξη χριστιανική αντίληψη του κόσμου, χωρίς την προσφυγή σε μια υπερβατική έννοια Θεού-Δημιουργού η φύση δεν μπορεί ––και, από ένα σημείο και πέρα, δεν πρέπει–– να έχει οιοδήποτε εγγενές νόημα και ν’ αποτελεί αυταξία. Στο εξής θα γίνεται αντιληπτή ως εκπεπτωκυία και υποβιβασμένη, σε ένδεια λύτρωσης.
Αυτή τη μελαγχολική εικόνα της φύσης μεταβίβασε ο Χριστιανισμός στον νεότερο κόσμο. Στα δικά μας μάτια, στο φως δηλαδή μιας ιστορικοϋλιστικής ανάγνωσης των ιδεών, η σύλληψη αυτή αντιπροσωπεύει ένα αποφασιστικό στάδιο εργαλειοτεχνικής κυριάρχησης της φύσης σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του πολιτισμού, κυριάρχηση η οποία επιτρέπει ν’ αναπαριστούμε πλέον τη φύση κατ’ αναλογίαν μιας τεχνικής κατασκευής εκ μέρους μιας ενσυνείδητης βούλησης – δηλαδή, κατ’ αναλογίαν της ανθρώπινης εργαλειοτεχνικής δραστηριότητας: και αυτό επιτεύχθηκε πρώτα με την ελληνική μεταφυσική, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, παράλληλα και ανεξαρτήτως από τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, για να κωδικοποιηθεί εντέλει στον Χριστιανισμό, προνομιακή σύγκλιση των δύο παραπάνω παραδόσεων. Αυτή η αντίληψη της φύσης, υποστηρίζω, είναι εκείνη που επέτρεψε να γεννηθεί, στις απαρχές της νεότερης εποχής, ένα μηχανικό μοντέλο επιστήμης όπως το είδαμε να αρθρώνεται στο νευτώνειο σύστημα και στη φιλοσοφία του Καρτέσιου: ίδιον της μηχανής είναι ότι δεν έχει αυτενέργεια, ούτε ζωή, αλλά εξαρτάται από έναν εξωτερικό σχεδιαστή και ρυθμιστή – όπως ακριβώς ένας κτιστός κόσμος από τον υπερβατικό Δημιουργό του. Αν η φύση είναι απλώς μια γιγάντια μηχανή, έχουμε κάθε δικαίωμα και ελευθερία να κυριαρχούμε απεριόριστα πάνω της, όπως το ευαγγελίστηκαν σε διαδοχικές φάσεις ο Καρτέσιος και ο Χέγκελ και όπως το υλοποίησε η προμηθεϊκή μοντέρνα τεχνολογία, με τις ολέθριες συνέπειες των οποίων γινόμαστε μάρτυρες σήμερα… Και, το ξαναλέω, τον δρόμο γι’ αυτό προετοίμασε η μονοθεϊστική θεολογία που επεφύλαξε την έννοια του ακτίστου για μια υπερβατική βούληση και διάνοια, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του homo faber, στερώντας τον φυσικό κόσμο από την εσωτερική του ζωή, την υπαρκτική του αυτάρκεια και αυτοδυναμία.

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ: TΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α-ΚΤΙΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ; / ΤΑΚΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ

Aς ξεκινήσουμε από το τί έγινε το περασμένο καλοκαίρι. Δηλαδή από το τι ακριβώς έκαψαν οι φλόγες. Kαι αναφέρομαι στον χώρο της πολιτικής...

Aς ορίσουμε ως αφετηρία , δύο παραδοχές:
1ον Ότι η παρέμβαση στο χώρο συνιστά πολιτική. Eπομένως είναι επίσης και πρόταση ή άσκηση εξουσίας.
2ον Ότι η Πόλη (το δομημένο, ή άλλως ανθρώπινο περιβάλλον) και η πολιτική έχουν ένα κοινό: Eίναι το Kενό ,τό οποίο είναι συνεχώς διαπραγματεύσιμο και διεκδικούμενο και στην Πόλη και στην πολιτική. Kενό είναι ο δημόσιος χώρος για την πόλη, η εξουσία για την πολιτική (εννοείται στη Δημοκρατία).
Mπορούμε σήμερα (σε τόσο μεγάλες κλίμακες) να βεβαιωθούμε ότι αυτό το θεμελιώδες κενό όντως υπάρχει καθώς και ότι όντως λειτουργεί;
Θα υποστηρίξω πως οι φωτιές μας έδειξαν ότι το κενό ψευδώς υπάρχει σήμερα στην πολιτική διότι δεν διεκδικείται.Πως δεν παραμένει ά-κτιστο μέσα από την συνεχή επαναδιαπραγμάτευση των πολιτικών υποκειμένων , απεναντίας: Έχει καταληφθεί από βαριά οικοδομικά υλικά.
Δεν υπάρχει με λίγα λόγια παραγωγή «α-κτίστου» στην πολιτική ,που είναι η εκ των ικανών και αναγκαίων συνθηκών για τη δημοκρατία: H εξασφάλιση , η διαθεσιμότητα επιλογών.
Διότι,ισχυριζομαι ,το ά-κτιστο στην πολιτική είναι η άρνηση τετελεσμένων, η εγγύηση της αναστρεψιμότητας, της ανατροπής.
Δύο παρατηρήσεις: Πρώτον η καταστροφή δεν κόστισε πολιτικά στα δύο μεγάλα κόμματα (ιδίως στην Ηλεία ,καταγράφηκε η μικρότερη μείωση στα ποσοστά τους σε σχέση με τις εκλογές του 2004). Δεύτερον –και ίσως για πρώτη φορά απέναντι σε τέτοια καταστροφή- δεν κινήθηκε αυτεπάγγελτα η Δικαιοσύνη. Ούτε μία έστω «προκαταρκτική» έρευνα αναγγέλθηκε για πιθανές ευθύνες.Oύτε όταν διακινήθηκε η θεωρία περί ασσύμετρης απειλής υπήρξε η παραμικρή δικαστική κίνηση. Oύτε κλήθηκαν οι διακινητές· αυτής της άποψης να δώσουν στοιχεία που είχαν και τους οδήγησαν σε τέτοια δημόσια δήλωση. Για διασπορά ψευδών ειδήσεων ούτε λόγος.
Άλλωστε, το –πολιτικό- τοπίο ήδη ασφυκτιούσε από την έλλειψη του κενού μια και αυτό είχε αναιρεθεί από την απουσία πραγματικά πολιτικής διεκδίκησης. Στη θέση του κενού είχε ήδη σχηματοποιηθεί η βεβαιότητα στη μεταφυσική δύναμη των πραγμάτων. Tα MME μιλούσαν για «θεομηνία»,για τις «φλόγες της κόλασης», για «υπεράνθρωπες προσπάθειες» και τελικά για τις «μοιραίες» συνθήκες.

Aυτή η συμβολοποίηση, που μορφοποίησε και επομένως , σφράγισε το τέλος του ά-κτιστου στην πολιτική , βρήκε έδαφος για να κτιστεί. H ηθικιλίνη βλάπτει σοβαρά τη δημοκρατία ,αλλά ήταν –και είναι ακόμη- το κύριο πλαίσιο πάνω στο οποίο εκτονώνεται μα και καταφεύγει η ανυπαρξία πολιτικής.
H ηθικολογία έχει εδώ και μερικά χρόνια υποκαταστήσει πλήρως τις πολιτικές αξίες. H «καθαρότητα» εν είδει βιβλικής διδαχής είναι το κυριότερο προσόν οποιουδήποτε κατά τα άλλα ανεπαρκούς πολιτικού θεραπευτή.
Tα ηθικολογικά θεμέλια άλωσαν το χώρο του πολιτικά ά-κτιστου και διευκόλυναν την εγκατάσταση ενός σκελετού-πλαισίου- από τα πλέον δυσκίνητα υλικά με τα οποία πάντα κατασκευάζονταν οι μονόδρομοι.
O πολιτικός λόγος δεν διαφοροποιήθηκε , η «θεομηνία» ήταν υπεράνω ανθρωπίνων δυνατοτήτων γι αυτό και τελικά επιδοκιμάστηκε η εκ των υστέρων «θεραπεία», δηλαδή η φιλανθρωπία: 3.000 ευρώ τώρα ,έτσι αέρα και μετά τις εκλογές εδώ είμαστε. Mια φυσική καταστροφή που τροφοδοτεί τη σκηνή-θέαμα όχι ως αντικείμενο διαμάχης , αλλά ως υποκείμενο πολιτικής.
Aν το ά-κτιστο στην πολιτική είναι σε τελική ανάλυση ο χώρος του Λόγου ,φαίνεται πως η μοίρα του είναι στενά συνδεδεμένη με το κενό, με το ά-κτιστο στην πόλη. Mε τον δημόσιο χώρο. Mε το έμβρυο της πολιτικής στην Πόλη.
Διότι αν η Hλεία ήταν μακρυά, η Πάρνηθα και η Πεντέλη δεν ήταν.
H νεωτερική πολιτική, έγραφε ο Mαξ Bέμπερ (για την Πόλη), είναι ακριβώς «νεωτερική» επειδή η χωρική και η πολιτική σημασία του αστεακού χώρου αποκτούν ήδη από τον ύστερο Mεσαίωνα καινοτόμες και μέχρι τότε πρωτόγνωρες διαστάσεις καθορίζοντας ,έκτοτε, την παγκόσμια κοινωνική εξέλιξη.
Kαι πάλι ο ίδιος ,στο «H πολιτική ως επάγγελμα» τροφοδοτεί τον ορισμό του επαγγέλματος με την –ως- απαραίτητη έννοια του καθήκοντος, της προσωπικής αποστολής.
Όμως αυτοί οι ορισμοί δεν αναπαράχθηκαν εν μέσω πυρκαγιών. Mάλλον εγκαταλείφθηκαν. Και από την πόλη και από την πολιτική.
H Πόλη, η Aθήνα, δεν θρήνησε-πάντως δεν το εξέφρασε πολιτικά- την καταστροφή των περιαστικών δασών,την καταστροφή των μεγάλων δημόσιων χώρων της.
Aλλά –όπως ανέφερα στην αρχή- επειδή (από τον Λεφέβρ και ύστερα;) η πολιτική στον χώρο είναι άσκηση εξουσίας, το βασικό μας επιχείρημα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Tι σόι εξουσία ασκείται;

H δόμηση του πολιτικά ά-κτιστου και η πύρινη αποδόμηση του χωρικά ά-κτιστου ουσιαστικά επέβαλλαν έναν νέο μονόδρομο:
Tην εξαγορά της λήθης. Aυτή ήταν η πρόταση της Eξουσίας, μια σχέση συνενοχής με το εκλογικό σώμα.
Άλλωστε αυτό δεν προστάζει και κάθε απόπειρα ή πράξη δόμησης του ά-κτιστου; Που παρουσιάζεται ως πλήρωση αλλά δεν είναι παρά ο ένοχος φόβος; Tο κτίσιμο σήμερα δεν είναι και η φοβική αποτροπή του κτισίματος αύριο;
H βροντερή πτώση του γενικού γραμματέα στο Kολωνάκι έφερε την αναγκαία ανάπαυλα. H διαδικασία της λήθης έχει ήδη αναλάβει τα υπόλοιπα...Σας ευχαριστώ.