Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Η ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ / ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Πριν από ενάμιση μήνα, στις 28, 29 και 30 Μαρτίου, βρέθηκα κατά τύχην προσκεκλημένος σε ένα Συνέδριο Αρχιτεκτονικής, οργανωμένο από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που είχε ως αντικείμενο ακριβώς τις αρχιτεκτονικές αντιμετωπίσεις της υπαίθρου. Η ανακοίνωσή μου εκεί είχε στενότατη σχέση με το θέμα που προτίθεμαι να αναπτύξω εδώ, γι’ αυτό επιτρέψτε να ξεκινήσω διάβάζοντάς σας ένα μέρος της.

………………………………………………………………………………………………….
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΤΟΠΙΟΥ» είναι προσφιλής στους αρχιτέκτονες… Και είναι εύλογο, διότι «τοπίο» είναι μια αισθητική κατηγορία, και η αρχιτεκτονική, πέρ’ από τις καθαρά τεχνικές ή εργαλειακές της όψεις, διεκδικούσε ανέκαθεν και μία αισθητική διάσταση. Με τον όρο τοπίο υποδηλώνουμε την αισθητική ανακατασκευή της φύσης, και ένας από τους πιο αξιόπιστους ιστορικούς τής τέχνης στον εικοστό αιώνα, ο Ernst Gombrich, μας έδειξε με πολλές λεπτομέρειες πώς αυτή αναδύθηκε μέσ’ από την ευρωπαϊκή ζωγραφική τού ύστερου δέκατου έκτου αιώνα. Ένας μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος των αρχών του εικοστού αιώνα, ο Georg Simmel, έδειξε από την πλευρά του τις ευρύτερες κοινωνικές σημασίες με τις οποίες συνυφάνθηκε αυτή η ανάδυση. Η αντιμετώπιση της φύσης ως «τοπίου» θα ήταν αδύνατη για έναν πληθυσμό ο οποίος ζει μέσα στη φύση και από τη φύση – έναν αγροτικό πληθυσμό, παραδείγματος χάριν• η εν λόγω οπτική προϋποθέτει εκείνη την απόσπαση και αποστασιοποίηση από την ύπαιθρο που χαρακτηρίζει τον αστικό τρόπο ζωής, όπως διαμορφώνεται κατά την πρώιμη νεωτερική εποχή στην Ευρώπη, χάρη στην οποία η φύση μπόρεσε να ουδετεροποιηθεί σαν πεδίο προβολής υποκειμενικών αισθημάτων και αποβλέψεων. Σαν να λέμε, από απείθαρχη υλικότητα, η φύση γίνεται τακτοποιημένη αναπαράσταση.
Έχει τεθεί λοιπόν το πρόβλημα της αναπαράστασης. Η «αναπαράσταση» όμως δεν είναι μόνο αισθητική έννοια, είναι και επιστημολογική. Η διερεύνηση αυτής της συμπληρωματικής όψης τής αναπαράστασης ––της επιστημολογικής–– θα μας επιτρέψει να συμπληρώσουμε την ανάλυση του Simmel μ’ εκείνo το οποίο η ίδια δεν περιέλαβε στη διερεύνησή της: το πνεύμα της νέας επιστήμης, που αναπτύσσεται παράλληλα με τις εικαστικές καινοτομίες της αναγεννησιακής και μετα-αναγεννησιακής τέχνης. Και η διευρεύνηση των επιστημολογικών όψεων της αναπαράστασης μας φέρνει ακριβώς στον καρδιά της φιλοσοφίας του Καρτέσιου.
Ο Καρτέσιος (René Descartes), έζησε ανάμεσα στα 1596-1650, την εποχή ακριβώς που κατακτάει την πρώτη της κορύφωση η τέχνη τής αστικής τοπιογραφίας. Όπως είναι γνωστό, το όλο θεωρητικό του εγχείρημα προσανατολίζεται στο αίτημα να παρασχεθεί ένα στέρεο υπόβαθρο βεβαιότητας επί του οποίου να βασιστεί η ραγδαία αναπτυσσόμενη επιστήμη της εποχής του. Ο βηματισμός της καρτεσιανής επιχειρηματολογίας θα οδηγήσει εντέλει στη θεμελίωση ενός νέου μεταφυσικού διπόλου, που έχει την όψη από τη μία πλευρά τής Res cogitans (σκεπτόμενο πράγμα ή ουσία), δηλαδή του κυρίαρχου και ηγεμονικού Υποκειμένου της γνώσης, και από την άλλη πλευρά τής Res extensa (εκτατόν πράγμα ή ουσία), του υποταγμένου και παθητικού Αντικειμένου της γνώσης, που είναι εν γένει ό,τι καλούμε «φύση». Ο ορισμός τής φύσης ως εκτατού πράγματος είναι εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως εδώ. Η ιδέα ενός άπειρου, ενιαίου και ομοιότροπου χώρου (ό,τι δηλαδή εννοεί ο όρος «έκταση») είναι μια εξόχως αφηρημένη σύλληψη και προέρχεται ακριβώς από την Ευκλείδεια γεωμετρία. «Εκτατόν πράγμα» σε τελευταία ανάλυση σημαίνει, ανακατασκευάσιμο με όρους ευκλείδειας γεωμετρίας. Σε ό,τι αφορά την αναγωγή τού φυσικού χώρου στον ευκλείδειο χώρο είχε προηγηθεί βέβαια ο Γαλιλαίος, που δήλωνε ότι «τα μαθηματικά είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το βιβλίο τής φύσης». Είναι η προδρομική ενόραση όλης τής νέας επιστήμης.
Η εμβληματική έκφραση που ορίζει τη νέα σύλληψη της νοούσας υποκειμενικότητας από τον Καρτέσιο είναι Cogito ergo sum («Σκέπτομαι άρα υπάρχω») – όπου Cogito σημαίνει κάτι περισσότερο απ’ όσα συνήθως μεταφράζει ο όρος «σκέπτομαι»: πρωτίστως, αφορά μία βούληση γνώσης που μορφοποιείται ως βούληση αναπαράστασης. Από την άλλη πλευρά του ζεύγματος ο Καρτέσιος δεν μας έδωσε μιαν ανάλογη διατύπωση του υπαρκτικού καθεστώτος τού Αντικειμένου, αν όμως έπρεπε να αρθρώσουμε εμείς εκείνο που διαρκώς υποβάλλεται στην πραγμάτευσή του, αυτή αναμφίβολα θα ήταν: ό,τι υπάρχει αναπαρίσταται (και μόνον ό,τι αναπαρίσταται υπάρχει) – όπου «αναπαρίσταται» σημαίνει, ακριβώς, ανακατασκευάζεται γεωμετρικά. Σύμφωνα με αυτό πνεύμα, άλλωστε, μόνον οι μετρικές ιδιότητες των πραγμάτων είναι ουσιώδεις, οι αισθητές ιδιότητες είναι δευτερεύουσες και περιστασιακές (όπως μπορεί να δει κανείς, λόγου χάριν, στη γνωσιοθεωρία τού John Lock, του λεγόμενου «άγγλου Καρτέσιου»).
Με άλλα λόγια: στην κρίσιμη καμπή του δέκατου έβδομου αιώνα, εάν όχι νωρίτερα, τέχνη και επιστήμη δίνουν τα χέρια στο νέο εγχείρημα της οριστικής κυριάρχησης πάνω στη φύση, όπου το επιζητούμενο αποτέλεσμα εγγράφεται προγραμματικά στον ορισμό τού αντικειμένου: μια φύση εξουδετερωμένη, απόλυτα παθητικοποιημένη και πρόσφορη στους ανθρώπινους χειρισμούς, ήδη νεκρή (εξ ου και η δημοτικότητα του νέου εικονογραφικού μοτίβου που εξαπλώνεται αυτή ακριβώς την εποχή: της «νεκρής φύσης»).
Καθώς το προμηθεϊκό πρόγραμμα της νέα επιστήμης εκδιπλώνεται ανεμπόδιστα τους επόμενους αιώνες, επεκτείνεται και εντατικοποιείται επίσης η νεωτερική φιλοσοφία του Υποκειμένου, με κορυφαία απόληξη τον Γερμανικό Ιδεαλισμό. Υπήρξε βεβαίως μια ενδιαφέρουσα μεσολαβητική στιγμή με τον Καντ, ο οποίος μας προειδοποίησε ότι η γνώση είναι μεν μια ανακατασκευή εκ μέρους τού Υποκειμένου, ποτέ όμως αυτή δεν μπορεί να εξαντλήσει το Αντικείμενο, ή τον κόσμο – κάθε γνωστικό μας εγχείρημα αφήνει ένα μη αναγώγιμο υπόλοιπο, το οποίο εσήμανε με τον αινιγματικό όρο τού Ding an sich («Πράγμα καθεαυτό»)… Οι καντιανοί διασταγμοί όμως θα παρακαμφθούν μία στιγμή μετά από την ανανεωμένη ορμή τού Γερμανικού Ιδεαλισμού, που κορυφώνεται στο τιτάνειο εγχείρημα του Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel).
Ο Χέγκελ έζησε ανάμεσα στα 1770-1831, τη στιγμή ακριβώς της πρώτης και θριαμβεύουσας βιομηχανικής επανάστασης. Γι’ αυτόν, η φύση προορίζεται όχι απλώς να κυριαρχηθεί, όπως μέσα στην πρώιμη αστική γνωσιοθεωρία που αντιστοιχούσε ακόμα σ’ ένα μεταποιητικό στάδιο παραγωγής, αλλά να αναλωθεί ολοσχερώς μέσα στην δεσποτική προέλαση του Πνεύματος, το οποίο δηλώνει ακριβώς τον ανθρώπινο πολιτισμό και την ανθρώπινη ιστορία. Την συλλαμβάνει εξαρχής αρνητικά: στην Εγκυκλοπαίδεια (γραμμένη μεταξύ 1816-19, στη Χαϊδελβέργη) η Φύση τίθεται ως το ετέρως-είναι της Ιδέας, η οποία έχει απόλυτη οντολογική προτεραιότητα. Αυτό το ετέρως-είναι εισάγεται σαν μια κίνηση αναστροφής, αποξένωση ή αλλοτρίωση, η οποία αφού εξαντλήσει την εγγενή της δυναμική προορίζεται να αναστραφεί εκ νέου: η αποξένωση της αποξένωσης είναι ακριβώς η επαναφορά της Ιδέας στον εαυτό της, και αυτό επιτυγχάνεται με τη δράση του Πνεύματος (= άνθρωπος). Σκοπός τού Πνεύματος είναι λοιπόν η τελική εκπνευμάτωση της Φύσης, δηλαδή η απαλλοτρίωσή της από το Πνεύμα, και μέσον με το οποίο το Πνεύμα δρα γι’ αυτό τον σκοπό είναι η έννοια και το εργαλείο (η γνώση και η εργασία): η έννοια, σαν να λέμε, κατατρώει λίγο λίγο την υλική αντίσταση του πράγματος οδηγώντας το στην πλήρη νοητική διαφάνεια – πράγμα που εξωτερικώς αντιστοιχεί στη μετασχηματιστική δύναμη που ασκεί η εργασία πάνω στη φύση.
Πώς θα ήταν ένας κόσμος που έχει γίνει εξ ολοκλήρου «Πνεύμα»; Όπως και αν τον φαντάστηκε ο Χέγκελ, φαίνεται πως η τεχνοκεφαλαιοκρατική κοινωνία τού ύστερου δέκατου ένατου αιώνα και κυρίως του εικοστού πήρε κατά γράμμα το αίτημά του, και ο εφιάλτης της σημερινής κατάρρευσης του παγκόσμιου οικοσυστήματος μοιάζει να είναι η σαρδώνεια υλοποίηση του εγελιανού προγράμματος για μια ολική απαλλοτρίωση της φύσης.

ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΕΔΩ ΓΙΑ να κάνω μια φιλοσοφική παρουσίαση. Αν αισθάνομαι υποχρεωμένος να τα πω όλ’ αυτά είναι μόνο και μόνο για να σκιαγραφήσω τον χάρτη των κεντρικών σημασιών που συγκροτούν τον συνειδητό, ή συχνότερα ασυνείδητον, ορίζοντα μέσα στον οποίον και με τους όρους τού οποίου εκδιπλώνονται τα μεγάλα εργαλειοτεχνικά εγχειρήματα του ανθρώπου τού εικοστού αιώνα.
Και η αρχιτεκτονική είναι ένα από αυτά.
Συμβολικά σχεδόν, ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός γεννήθηκε μέσ’ από μια θεαματική καταστροφή, τη μεγάλη πυρκαγιά του Σικάγο το 1871, και σε διάρκεια λιγότερο από ενός αιώνα είχε αλλάξει την όψη τής οικουμένης (με την κυριολεκτική σημασία του όρου οικουμένη). Θα μπορούσε κάποιος να πει, φέρει την καταστροφή εγγεγραμμένη στον γενετικό του κώδικα, και αν δεν την είχε βρει έτοιμη θα έπρεπε ο ίδιος να την υλοποιήσει (μια άλλη εκτεταμένη καταστροφή, άλλωστε, η ερείπωση της Ευρώπης και ακόμη περισσότερο της Ιαπωνίας από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, του έδωσε ανανεωμένη ώθηση και του άνοιξε νέα λαμπρά πεδία δόξης).
Στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας τους, οι ανθρώπινοι οικισμοί φύτρωναν σαν αποικίες ζωντανών οργανισμών μέσα στο ίδιο το περιβάλλον, από τα υλικά αυτού του περιβάλλοντος και με μια διάθεση να «κρυφτούν» μέσα στο φυσικό τους οικοσύστημα. Το αξίωμα αυτό το διατήρησε από διάφορες πλευρές ακόμα και η μείζων μνημειακή αρχιτεκτονική των αρχαίων αυτοκρατοριών, και ούτε η ραγδαία αστυακή ανάπτυξη της Ευρώπης από τον δέκατο έβδομο αιώνα μέχρι το πρώτο μισό τού δέκατου ένατου τόλμησε να το αγνοήσει παντελώς: ήταν ακόμα «προ-μοντέρνα», όπως θα λέγαμε, αν με τον «μοντερνισμό» εννοούμε το πρόγραμμα απεριόριστης εργαλειοτεχνικής κυριαρχίας του φυσικού κόσμου την οποία εξήγγειλαν, στις δύο διαδοχικές στιγμές που επισημάναμε, ο Καρτέσιος και ο Χέγκελ.
Τη ρήξη αυτή έκανε ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός επιβάλλοντας βίαια, τεχνητά υλικά ––σίδερο, γυαλί, οπλισμένο σκυρόδεμα––, περιφρονώντας τις πρακτικές σοφίες τής λαϊκής οικοδομικής (η οποία άλλωστε αντιστάθηκε μέχρι περίπου τη δεκαετία τού 1960) και, κυρίως, διαβάζοντας ολόκληρο τον γεωμορφολογικό χάρτη σαν σχέδιο τεχνικής ανάπλασης που θα επεξέτεινε καρκινικά το οικισμένο εις βάρος του άγριου, το κτισμένο εις βάρος τού άκτιστου.
Είμαστε κληρονόμοι των αποτελεσμάτων αυτής της στρατηγικής: η καταστροφή του κλίματος που αυξάνει σαν χιονοστιβάδα είναι συνάρτηση όχι μόνο των βιομηχανικών ρύπων ή της πυρηνικής ακτινοβολίας αλλά και της ραγδαίας εξαφάνισης των ζωνών αγριότητας του πλανήτη• η εξαπλούμενη αθλιότητα που περιζώνει τα τερατώδη αστικά κέντρα της γής σήμερα ––το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Ναϊρόμπι, τη Τζακάρτα–– είναι η ανεστραμμένη αντανάκλαση του φουτουριστικού τους κέντρου. Η τεχνολογικοποίηση της κατοικίας την καθιστά ακριβό εμπόρευμα απρόσιτο στους φτωχούς, και η ανάλωση των περιβαλλοντικών πόρων που απαιτεί ρίχνει όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού, τα οποία ζούσαν ικανοποιητικά από την αυτοπαραγωγή, στην απόλυτη φτώχεια…
Είμαστε οι κληρονόμοι αυτής της καταστροφής – και όμως εξακολουθούμε να χτίζουμε• συνεχίζουμε ν’ απαλλοτριώνουμε και να αναπλάθουμε, σύμφωνα με το αξίωμα που μοιάζει να καθοδηγεί τη νοοτροπία όχι βέβαια μόνο των αρχιτεκτόνων: ό,τι υπάρχει αναπλάθεται, κι ό,τι αναπλάθεται αξιοποιείται…
…………………………………………………………………………………………..

Σταματώ εδώ. Το κείμενο εκείνο κατέληγε με μερικά δηκτικά σχόλια για το πνεύμα των επαγγελματιών της αρχιτεκτονικής που δεν έχει νόημα ίσως να επαναλάβω εκτός των πλαισίων ενός ειδικά αρχιτεκτονικού συνεδρίου. Όταν όμως έγραφα παραπάνω τη φράση «θα επεξέτεινε καρκινικά το οικισμένο εις βάρος του άγριου, το κτισμένο εις βάρος τού άκτιστου» είχα πλήρη επίγνωση της αμφισημίας τού όρου άκτιστο – ουσιαστικά, δηλαδή, των θεολογικών καταβολών του. Εδώ θα μπορούσα λοιπόν να επιχειρήσω μια σύντομη σύγκριση των σημασιών τού ακτίστου στο θεολογικό και στο μη θεολογικό συμφραζόμενο όπως το χρησιμοποίησα παραπάνω.
Η διάκριση κτιστό-άκτιστο έγινε θεμελιώδης ορολογία στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος ανάμεσα στον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα, κυρίως με τον Βασίλειο και τις Ομιλίες στην Εξαήμερο, μέχρι τον 8ο αιώνα με τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Είναι η διάκριση, ακριβώς, ανάμεσα στον αιώνιο, υπερβατικό Δημιουργό και τον δημιουργημένο, φθαρτό κόσμο – δηλαδή τη φύση. Ο Χριστιανισμός, υιοθετώντας την ιουδαϊκή μονοθεϊστική ιδέα, οδηγήθηκε εξαρχής σε έναν οντολογικό δυισμό αρκετά συγγενή μ’ εκείνον την κλασικής ελληνικής μεταφυσικής – γι’ αυτό και στην ελληνική μεταφυσική, κυρίως στις διάφορες παραλλαγές του πλατωνισμού, αναζήτησε έννοιες για να διατυπώσει τη θεολογία του. Η πλατωνική διάκριση ανάμεσα σε αισθητά-νοητά δεν επαρκούσε επειδή τα νοητά πράγματα, οι μορφές ή ιδέες δηλαδή της πλατωνικής οντολογίας, έπρεπε να μπορούν να δειχθούν ως επίσης δημιουργημένα από τον υπερβατικό Θεό-Δημιουργό, ο οποίος κατά την άρρητη ουσία του δεν μπορούσε να συλληφθεί από τις νοητικές κατηγορίες. Ανήκε δηλαδή σε μια τάξη επέκεινα και υπεράνω των ιδεών, σύμφωνα με μια σύλληψη η οποία είχε προαναγγελθεί στις τροποποιημένες εκδοχές πλατωνισμού που επαξεργάστηκαν νωρίτερα ο Φίλων ο Ιουδαίος, από τη μία πλευρά, και ο Πλωτίνος, από την άλλη. Ο όρος άκτιστο επιστρατεύεται λοιπόν για να περιγράψει την ίδια τη θεϊκή ουσία ––ό,τι στα σχέδια του Πλωτίνου και του Φίλωνα επονομαζόταν Εν ή Αγαθό–– ενώ στον όρο κτιστό συνοψίζεται ολόκληρη η δημιουργία, των νοητών και υλικών οντοτήτων.
Ολόκληρος ο υλικός κόσμος, η φύση, γίνεται αντιληπτή από τον Χριστιανισμό ως κτιστή – δηλαδή, ω τέχνημα, ως δημιούργημα. Αυτό έχει εξαιρετικά βαρύνουσες οντολογικές συνέπειες: σημαίνει δηλαδή, ότι δεν έχει ζωή ούτε δύναμη αφεαυτής, αλλά εξαρτάται απόλυτα, για την επιβίωση και τη σωτηρία της, από τον υπερβατικό Δημιουργό της. Πράγμα που σημαίνει, για κάθε ορθόδοξη χριστιανική αντίληψη του κόσμου, χωρίς την προσφυγή σε μια υπερβατική έννοια Θεού-Δημιουργού η φύση δεν μπορεί ––και, από ένα σημείο και πέρα, δεν πρέπει–– να έχει οιοδήποτε εγγενές νόημα και ν’ αποτελεί αυταξία. Στο εξής θα γίνεται αντιληπτή ως εκπεπτωκυία και υποβιβασμένη, σε ένδεια λύτρωσης.
Αυτή τη μελαγχολική εικόνα της φύσης μεταβίβασε ο Χριστιανισμός στον νεότερο κόσμο. Στα δικά μας μάτια, στο φως δηλαδή μιας ιστορικοϋλιστικής ανάγνωσης των ιδεών, η σύλληψη αυτή αντιπροσωπεύει ένα αποφασιστικό στάδιο εργαλειοτεχνικής κυριάρχησης της φύσης σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του πολιτισμού, κυριάρχηση η οποία επιτρέπει ν’ αναπαριστούμε πλέον τη φύση κατ’ αναλογίαν μιας τεχνικής κατασκευής εκ μέρους μιας ενσυνείδητης βούλησης – δηλαδή, κατ’ αναλογίαν της ανθρώπινης εργαλειοτεχνικής δραστηριότητας: και αυτό επιτεύχθηκε πρώτα με την ελληνική μεταφυσική, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, παράλληλα και ανεξαρτήτως από τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, για να κωδικοποιηθεί εντέλει στον Χριστιανισμό, προνομιακή σύγκλιση των δύο παραπάνω παραδόσεων. Αυτή η αντίληψη της φύσης, υποστηρίζω, είναι εκείνη που επέτρεψε να γεννηθεί, στις απαρχές της νεότερης εποχής, ένα μηχανικό μοντέλο επιστήμης όπως το είδαμε να αρθρώνεται στο νευτώνειο σύστημα και στη φιλοσοφία του Καρτέσιου: ίδιον της μηχανής είναι ότι δεν έχει αυτενέργεια, ούτε ζωή, αλλά εξαρτάται από έναν εξωτερικό σχεδιαστή και ρυθμιστή – όπως ακριβώς ένας κτιστός κόσμος από τον υπερβατικό Δημιουργό του. Αν η φύση είναι απλώς μια γιγάντια μηχανή, έχουμε κάθε δικαίωμα και ελευθερία να κυριαρχούμε απεριόριστα πάνω της, όπως το ευαγγελίστηκαν σε διαδοχικές φάσεις ο Καρτέσιος και ο Χέγκελ και όπως το υλοποίησε η προμηθεϊκή μοντέρνα τεχνολογία, με τις ολέθριες συνέπειες των οποίων γινόμαστε μάρτυρες σήμερα… Και, το ξαναλέω, τον δρόμο γι’ αυτό προετοίμασε η μονοθεϊστική θεολογία που επεφύλαξε την έννοια του ακτίστου για μια υπερβατική βούληση και διάνοια, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του homo faber, στερώντας τον φυσικό κόσμο από την εσωτερική του ζωή, την υπαρκτική του αυτάρκεια και αυτοδυναμία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: