Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ / ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Σύμφωνα με στοιχεία από εμπλεκόμενους φορείς στα γεγονότα και στις περυσινές πυρκαγιές και στην διαχείριση, όπως τον Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων για την Προστασία του Πεντελικού, γνωρίζουμε ότι στα δυο τελευταία δάση της Αττικής στα βόρεια της Πεντέλης δεν έχει πραγματοποιηθεί κανένας καθαρισμός τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξερά κλαδιά, πευκοβελόνες, σκουπίδια, πλαστικά και σπασμένα γυαλιά, υλικά όπου συνωστίζονται στο έδαφος θα λειτουργήσουν σαν φιτίλι και προσάναμμα υπό κατάλληλες συνθήκες. Βέβαια αυτά τα δεδομένα εκ στόματος υπευθύνων για την συγκεκριμένη περιοχή, πιθανόν να αφορούν επίσης ένα τρομακτικά μεγάλο μέρος της υπαίθρου σε όλη την Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά λοιπόν είμαστε το ίδιο ανυποψίαστοι και ανέτοιμοι με πέρυσι σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτε. Άλλωστε η συζήτηση επικεντρώθηκε έως τώρα κυρίως στην αποκατάσταση των πυρόπληκτων περιοχών (μία επιχείρηση που ουδόλως….) και όχι στην πρόληψη.
Συζητούσα τις προάλλες με αφορμή την εκδήλωση με μία φίλη όπου συμφωνούσαμε για το τραυματικό της εμπειρίας που ζήσαμε και μου είπε ότι έχει προσπαθήσει να το ξεχάσει και σκεφτόμουν ότι αυτή η αντίδραση είναι φυσιολογική αλλά στην προκειμένη περίπτωση και ανησυχητικά προβληματική διότι τα προβλήματα δεν έχουν λυθεί.
ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ

Είχαμε ξεκινήσει από το καλοκαίρι μία συζήτηση με την Ιωάννα Μύρκα, για αυτό το θέμα που θα διαπραγματευτούμε σήμερα. Η συζήτηση όμως είχε διαφορετική αφετηρία και ήταν σχετικά με ορισμένες παθογένειες που διαπιστώνουμε στην ελληνική πραγματικότητα που όλοι ζούμε. Αντανακλώνται στην καθημερινότητα και όλοι λίγο πολύ τις γνωρίζετε, στον χώρο και στην παραγωγή του που είναι το δικό μου αντικείμενο ως αρχιτέκτονα ή στα οπτικά και άλλα ερεθίσματα που είναι αντικείμενο παρατήρησης και πηγή έμπνευσης ενός εικαστικού.

Ίσως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον όρο παθογένεια να μην είναι δόκιμος όπως χρησιμοποιείται στην ιατρική επιστήμη, εν τούτοις είναι τόσο ευρέως διαδεδομένος που νομίζω ότι γίνεται αντιληπτός από όλους. Πάντως στο πλαίσιο ενός πολιτικο-κοινωνικού γίγνεσθαι εμείς εννοούμε τα φαινόμενα που είναι εγγενή και που επιτρέπουν να παράγονται και το πιο σημαντικό να ανα-παράγονται προβληματικά ή νοσούντα φαινόμενα στην ζωή ενός τόπου.
Να μιλήσει κανείς για τις παθογένειες γενικά διαπιστώνουμε ότι είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα δεδομένου του ότι θα απαιτούσε την συμμετοχή πολλών φορέων από διαφορετικά επιστημονικά πεδία και επίσης είναι ένα θέμα εξαιρετικά γενικό. Επιπλέον έχει την δυσκολία της ομοιόστασης. Συχνά είναι δύσκολο να κατανοήσεις ή ακόμη και να δεις ένα πρόβλημα όταν είσαι μέσα σε αυτό διότι πρέπει να κοιτάξεις τον εαυτό σου στο καθρέφτη.
Θελήσαμε λοιπόν να εστιάσουμε στο ζήτημα των περυσινών τραγικών γεγονότων του καλοκαιριού που παραμένει στη μνήμη μας πολύ νωπό και ίσως μέσα από αυτό να αναδείξουμε καλύτερα ορισμένα αίτια. Όπως στην ιατρική, όπου το παυσίπονο δεν αρκεί για την θεραπεία της νόσου αν δεν έχει γίνει διάγνωση της ασθένειας παρά μόνο για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, έτσι και για τις πυρκαγιές δεν αρκεί η πυρόσβεση αλλά πρέπει να γίνει μία διάγνωση των αιτίων της πυρκαγιάς που είναι η νόσος και βέβαια κατ’ αναλογία με την ιατρική η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα είναι δυνατόν να λειτουργήσουμε δυνάμει όλοι τόσο σαν θύματα όσο και θύτες, με ρευστούς και εναλλασσόμενους ρόλους. Μία παθογένεια λοιπόν ίσως είναι η από κεκτημένη ταχύτητα αδράνεια ή μοιρολατρία και μία άλλη από τις συλλογικές μας παθογένειες είναι ότι έχουμε την τάση να ξεχνάμε πολύ γρήγορα.

Αν υπάρχει κάτι που έχει μείνει σαν συναίσθημα από την εμπειρία των καταστροφών του περυσινού καλοκαιριού είναι απόγνωση και θυμός. Όμως για να εξηγούμαι, ο θυμός αυτός δεν κατευθύνονταν μονομερώς προς την πολιτική ηγεσία αλλά και προς μία πλευρά της ελληνικής κοινωνίας που θα περιέγραφα σαν αυτοκαταστροφική, επιφανειακή, αντιφατική και κάποιες φορές σχεδόν κανιβαλιστική!

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ

Εδώ πριν από οτιδήποτε άλλο πρέπει να κάνουμε σαφές ότι το φαινόμενο που συζητάμε εντάσσεται σε μεγαλύτερα σε διάσταση και έκταση φαινόμενα που αφορούν είτε το ζήτημα των μεσογειακών δασών γενικά και την ένταξη του φαινομένου της φωτιάς σε έναν φυσιολογικό κύκλο ζωής και αναγέννησης τους, είτε σχετίζεται σαφώς με την κλιματική αλλαγή στο οποίο εντάσσονται παρόμοιες μεγάλης κλίμακας πυρκαγιές σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη που θεωρείται ότι επίσης ανήκουν στο μεσογειακό κλίμα με παρόμοιες δηλαδή συνθήκες κλίματος στον πλανήτη όπως εκτός από την ίδια τη λεκάνη της Μεσογείου, την Καλιφόρνια, περιοχές της Αυστραλίας και της Νότιας Αφρικής.
Σε κύκλους που δεν είναι απόλυτα προσδιορισμένοι αλλά τοποθετούνται σε τριακονταετία και σχετίζονται με τον κύκλο ωρίμανσης και γήρανσης των κωνοφόρων συμβαίνει κάποια στιγμή σε ένα στάδιο όπου το νεκρό υλικό, τα ξερά κλαδιά δηλαδή υπερβαίνει ένα ποσοστό και οι καιρικές συνθήκες ξηρασίας και θερμότητας ευνοούν την εμφάνιση ανάφλεξης. Οι κλιματικές αλλαγές χωρίς καμία ύπαρξη δόλου αλλά με την αύξηση της ξηρασίας και της θερμότητας μόνο συνιστούν αύξηση του ποσοστού επικινδυνότητας πυρκαγιάς. Το γεγονός λοιπόν αυτό τοποθετεί το φαινόμενο της πυρκαγιάς για τα δικά μας δεδομένα στα πλαίσια ενός φυσικού φαινόμενου.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποια αξιοσημείωτα δεδομένα που αφορούν την Ελλάδα: Η Ελλάδα διαθέτει την πλουσιότερη σε ποικιλία χλωρίδα στην Ε.Ε. με περισσότερα από έξη χιλιάδες είδη 10% των οποίων είναι μοναδικά και γηγενή. Εν τούτοις η Ελλάδα δεν είναι γνωστή για τους κήπους της ή την ύπαρξη ελεύθερων χώρων, πάρκων ή βοτανικών κήπων, είδη χώρων από τους οποίους διαθέτει τους λιγότερους από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ε.Ε!



ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
Από εκεί και πέρα το ζήτημα που αφορά την οικονομία της οικοδόμησης και που έχει ήδη ξεκινήσει να συζητιέται στα πλαίσια των εκδηλώσεων του Ακτιστου με πάνελ που προηγήθηκαν και έπονται του δικού τοποθετώντας το φαινόμενο μέσα σε ένα καθαρά κοινωνικό-πολιτικό, νομικό και οικονομικό πλαίσιο. Η ελληνική οικονομία είναι μία οικονομία που βασίζεται εν πολλοίς στην κατασκευή με όλα τα φαινόμενα αναρχίας, προχειρότητας, υπερβολής, διαφθοράς και καταστροφής που νομίζω είναι εν πολλοίς γνωστά και δεν αποτελούν σε σημαντικό βαθμό το θέμα μας. Θέλω μόνο να σας διαβάζω δύο μικρά αποσπάσματα τόσο πρόσφατα, όσο και παλαιότερα που περιγράφουν μία οικεία κατάσταση.

Από τη Καθημερινή (4/5) του Νίκου Ξυδάκη που με οργισμένο αλλά και λυρικό τρόπο περιγράφει κατά τη γνώμη μου μία κατάσταση σχετικά με την οικονομία της οικοδόμησης:

«εκτός σχεδίου, τεμάχιο άρτιο τεσσάρων στρεμμάτων», όπου οικοδομούνται νομίμως 200 τμ και παράνομα όσα αντέχεις. Κτηνώδεις βίλες, πισίνες σε περιβάλλον δομικής λειψυδρίας, συγκροτήματα ρουμ, κατάτμηση γης, ιλιγγιώδης κερδοσκοπία. Σε μία κοινωνία όπου κυβερνούν οι εργολάβοι, οι διεφθαρμένοι της Πολεοδομίας, οι ρουματζήδες και οι μαντράδες υλικών, γιατί να γίνει ρύθμιση και χωροθέτηση, γιατί να προστατευθεί η πατρίδα από τις ορδές εποίκων και κερδοσκόπων;…Λίγο παρακάτω:

Στις πλείστες των περιπτώσεων οι τοπικές κοινωνίες πλειοψηφικά εκφραζόμενες μέσω αιρετών δημοτικών αρχόντων, νομαρχιακών συμβουλίων, βουλευτών και επαγγελματικών ενώσεων, μποϋκοτάρουν οποιαδήποτε απόπειρα ρύθμισης και σχεδιασμού, εφόσον θεωρούν ότι θίγει το ιερό real estate και την αχαλίνωτη οικοδόμηση. Η χωροθέτηση δράσεων και βίου απειλεί τα οικόπεδα’ ποιος νοιάζεται για το μέλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη; Ο λαός υπερασπίζεται λυσσαλέα το κατακτημένο του δικαίωμα στην αταξία και στο τσιμέντο. Αυτό το λαό, τον οικοδόμο και νοικοκύρη, τον οικοπεδούχο, τον πλαστουργό υπεραξιών real estate, ακούει ο υπουργός Χωροταξίας.

Αρκετό καιρό πριν ο Henri Lefebvre είχε κάνει επίσης αυτή τη διαπίστωση για την ελληνική πραγματικότητα επισημαίνοντας τα εξής:
«η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το παρακάτω κύκλωμα: κερδοσκοπία πανω στη γη, δημιουργία κεφαλαίων με αυτό τον τρόπο, επένδυση αυτών των κεφαλαίων στην οικοδόμηση και πάει λέγοντας. Κύκλωμα εύθραυστο που μπορεί να σπάσει κάθε στιγμή και που προσδιορίζει ένα τρόπο αστικοποίησης χωρίς εκβιομηχάνιση…αλλά με γρήγορο ρυθμό οικιστικής εξάπλωσης με κερδοσκοπία πάνω στα οικόπεδα και στα ακίνητα, με μία ευημερία που συντηρεί τεχνητά το κύκλωμα… H. Lefebvre, Εκβιομηχάνιση και Αστικοποίηση/ Το δικαίωμα στην πόλη. Εκδ. Παπαζήση, 1977

ΔΙΑΦΑΙΝΌΜΕΝΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ


1. Ενδεικτικά η έννοια του μεσογειακού κήπου σήμερα μας είναι άγνωστη. Ο κήπος όπου και όταν υφίσταται περιγράφει την αφελή, απλοϊκή και βεβαίως καταστροφική μεταφορά ενός απροσδιόριστου έτσι κι αλλιώς λανθασμένου μοντέλου που έχει αποτυπωθεί στο μυαλό του μέσου Έλληνα πιθανόν από ταινίες του Χόλιγουντ και μία αρχετυπική εικόνα και έννοια του suburb της Δυτικής ακτής όπως αυτές μεταφέρονται από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
2. Ο όρος αρχιτεκτονική τοπίου και περιβαλλοντικός σχεδιασμός στις αρχιτεκτονικές σχολές μέχρι πρόσφατα αποτελούσε άγνωστο χώρο και ακόμη αφορά ειδικότητες και περιοχές που δεν καλύπτονται επαρκώς.
3. Στην τρέχουσα αρχιτεκτονική γλώσσα ο περιβάλλων χώρος ή η πρασιά συνηθίζουμε να αναφέρεται ως ο ακάλυπτος, (μία καθημερινή και πρακτική ίσως απόδοση του άκτιστου) ονοματοδοτείται δηλαδή ως το υπόλοιπο, το περίσσευμα, κάτι για το οποίο υπάρχει πάντα μία αμηχανία χρήσης. Πιστεύω ότι η περίφημη και κυρίαρχη τάση στον σχεδιασμό να υπερβούμε λυσσαλέα το όριο δόμησης αφορά κατά βάθος μία περιφρόνηση ή πιθανόν και μία φοβία για αυτόν τον ακάλυπτο. Μία άγνοια για την σημασία του σε αντιπαράθεση με τον καλυμμένο, τον στεγασμένο χώρο, ένα χώρο που ελέγχουμε καλύτερα.
4. Σχεδιαστικά και πρακτικά οι πρόσφατες ακραίες συνέπειες των όσων περιγράφω είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση νέων κατασκευών όπου το πράσινο αποφεύγεται σε οποιαδήποτε μορφή πολυπλοκότητας σχεδιασμού, και όπου τα δέντρα επίσης αποφεύγονται και υπάρχει μία διαδεδομένη τάση να αντιμετωπίζονται πλέον σαν ακαθαρσία. Άλλωστε υπάρχει μία κυρίαρχη τάση και στον σχεδιασμό που θέλει το αρχιτεκτόνημα να στέκεται σε ένα γυμνό τοπίο και η θέα του να είναι απρόσκοπτη από και προς αυτό από φυλλωσιές και την φυτοκάλυψη.
5. Η έννοια και λειτουργία της προσωρινής κατάληψης δημόσιου χώρου για ομαδική ψυχαγωγία ή παιχνίδι και επικοινωνία αφορά μόνο τις ακτές και όχι πάρκα ή πλατείες παρά μόνο σε ελάχιστο ποσοστό και πιθανόν εκτονώνεται μία φορά το χρόνο με τη μορφή του παραδοσιακού εορτασμού της Καθαρής Δευτέρας με το πέταγμα των αετών και το πικ νικ στην ύπαιθρο. Οι ελεύθεροι αυτοί χώροι στην Αττική ήταν πολλοί αλλά δεν υπήρξαν δημόσιοι, ήταν τα σημερινά ή αυριανά οικόπεδα που θυσιάζονται ένα προς ένα στο βωμό της οικοδόμησης. Δημόσιος χώρος που όψιμα έχουμε κινητοποιηθεί για την απειλή πλήρους εξαφάνισής του πραγματικά ποτέ δεν υπήρχε στην Ελλάδα σαν παράδοση και σαν χρήση όπως υπάρχει σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
6. Ο επίδοξος κάτοικος και κάτοχος ενός ωραίου τοπίου στο οποίο επιδιώκει να βρεθεί για να το καταναλώσει στην πραγματικότητα το πνίγει. Πνίγει το αντικείμενο του θαυμασμού του και μάλιστα σε βαθμό αφανισμού

Θέλω να επισημάνω σε συντομία την ιστορία του τρόπου που εξελίσσεται η σχέση του έλληνα με την φύση που ως ένα βαθμό βρίσκονται στη ρίζα των αίτιων που οδηγούν στις πυρκαγιές.

Η σχέση του έλληνα με τη φύση υπήρξε πάντα χρηστική/ λειτουργική δηλαδή αγροτική. Ήταν όμως μία βαθιά σχέση με γνώση που αφορούσε τους κύκλους του χρόνου σε σχέση με τις καλλιέργειες, τις ιδιότητες και τις χρήσεις των φυτών άγριων και μη. Ήταν μια σχέση συνεργίας.
Η παρούσα κατάσταση θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μία σχέση που έχει προκύψει από την γρήγορη μετατροπή ενός αγροτικού πληθυσμού με την εσωτερική μετανάστευση και την συρροή στις πόλεις σε μικροαστικό/ αστικό όπου οι γνώσεις είτε χάνονται είτε περιορίζονται σε λίγες περιπτώσεις στις δυνατότητες που παρέχει η μεταφορά της επαφής με την φύση στον περιορισμένο χώρο και έτσι κι αλλιώς στο τεχνητό περιβάλλον ενός μπαλκονιού. Έτσι σήμερα έχουμε ένα μεγάλο κομμάτι κοινωνίας πρόσφατα αστικοποιημένης που ζει σε συνθήκες πραγματικής και συμβολικής απόστασης και αποκλεισμού από την φύση.
Ταυτόχρονα οι συνθήκες υποβάθμισης ολοένα και περισσότερων περιοχών της πόλης ενθαρρύνουν μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναζητήσουν ‘καλύτερες’ συνθήκες παραέξω από το κέντρο. Οι καλύτερες συνθήκες βέβαια μεταφράζονται απλά και μόνο σε στοιχειωδώς μεγαλύτερους χώρους και κάποιες φορές κυρίως σε πανταχόθεν ελεύθερες πολυκατοικίες. Στην περίπτωση αυτή η παρουσία της φύσης από σχεδόν ανύπαρκτη μεταφράζεται σε μικρό κοινόχρηστο χώρο φυτεμένο με τυπικό διεκπεραιωτικό τρόπο. Η επαφή με το φυσικό περιβάλλον λοιπόν είναι πλέον μέσα από μία κακή αναπαράσταση της φύσης από τον υποτυπώδη, κακά σχεδιασμένο και συντηρημένο κήπο του ακάλυπτου ενώ αυτή η παραμορφωμένη σχέση μεταφέρεται ταυτόχρονα λόγω επιφανειακής αναπαραγωγής του κυρίαρχου προτύπου και λόγω έλλειψης γνώσης και στο υπόλοιπο της χώρας. Η φύση πλέον αποτελεί αντικείμενο μίας επιφανειακής σχέσης που σε μεγάλο βαθμό παραμένει απροσδιόριστη αλλά είναι σαφώς αντικείμενο εμπορευματοποίησης, χρήσης και κατάχρησης. Ο βιασμός της είναι κοινή και καθημερινή πρακτική για πολλές διαφορετικές κατηγορίες.

Η θέα είναι περισσότερο αυτό που βλέπει και ρεμβάζει ο αστός και όχι ο αγρότης και η εκτίμηση του τοπίου κυρίως ως θέας είναι ένα πολύ πρόσφατο και εν πολλοίς επιφανειακό φαινόμενο, απόρροια των παραπάνω κοινωνικών αλλαγών. Το βουνίσιο και ανάγλυφο του εδάφους ή η θέα προς τοπόσημα, κάνουν πλέον την θέα ένα επιθυμητό είδος πολυτελείας που έως τώρα ποτέ δεν υπήρξε σε σπάνη οπότε και δεν εκτιμάτο αφού σε προηγούμενους αιώνες η θέα από τους οικισμούς σε υψώματα ήταν χρήσιμη μόνο για αμυντικούς λόγους και η θέα της θάλασσας δεν είχε αξία τουριστικού προϊόντος, ανάλογη με αυτή που έχει σήμερα.

Η ενστικτώδης ανάγκη της φυσικής επαφής συμπληρώνεται από τον αστικό πληθυσμό κυρίως από τις κάθε είδους αποδράσεις. Από τις καλοκαιρινές διακοπές και βόλτες σε μία παραλία, μέχρι τις πεζοπορίες και ορειβασίες που οργανώνουν σύλλογοι ή παρέες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις όμως, ακόμη και στις καλύτερες η επαφή αυτή παραμένει ευκαιριακή και συμπτωματική. Η φύση αποτελεί το αντικείμενο επιθυμίας μέσω της οποίας πραγματοποιείται η εκτόνωση, κάτι σαν το ευκαιριακό σεξ που δεν έχει παρελθόν αλλά ούτε και μέλλον. Είναι το εδώ και τώρα της ικανοποίησης της επιθυμίας του ενστίκτου. Η ασυνείδητη ροπή προς τη φύση και το φυσικό έχει διαστρεβλωθεί σε κάτι που δεν έχει στόχο παρά μόνο την προσέγγισή της μέσα από τη κατανάλωση, την ψυχαγωγία και την τέρψη .
Ενώ όμως αυτή η τάση είναι η επικρατούσα εν γένει σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, στην ελληνική κοινωνία συνδυάζεται με μία έλλειψη συγκροτημένης αισθητικής που εμφανίζεται σαν επίδειξη πλήρους αδιαφορίας ή πράξη εισβολής και βεβήλωσης με την ελεύθερη απόρριψη απορριμμάτων και μπάζων σε οποιοδήποτε σημείο ανεξαρτήτως αισθητικής του ιδιαιτερότητας.

Η φύση σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί το τρόπαιο που κατακτά ο νικητής με τους όρους της νεοφιλελεύθερης αγοράς. Με την άφιξή του με το τζιπ 4Χ4 στον τόπο κατανάλωσης, μία μακρινή ταβέρνα. Στην αγριότερη μορφή του με την πραγματική κατάκτηση κάποιας γης, -νόμιμα ή παράνομα, εδώ δεν έχει τόση σημασία- όπου θα εγκατασταθεί με τους δικούς του όρους, μέσα από την απροσδιόριστη ανάγκη του για προσέγγιση της φύσης, όρους επιβολής.
Συνυφασμένο και σε συνδυασμό με τα παραπάνω είναι το αντικείμενο της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον που νομιμοποιεί την απόρριψη σκουπιδιών και μπάζων, σε σημεία που για άλλους θα ήταν η πεμπτουσία της ομορφιάς ενός τοπίου. Ο άνθρωπος λοιπόν έχει πάψει να έχει οργανική σχέση με τη φύση που παλιά όπως είπαμε ήταν λειτουργική, αγροτική και παραγωγική ενώ αυτών των μορφών οι σχέσεις που έχουν χαθεί δεν έχουν αντικατασταθεί από άλλες.

Ο άνθρωπος λοιπόν ενστικτωδώς αποζητά την επιφανειακή αυτή σχέση που προαναφέραμε προηγουμένως μέσω της εποίκισης της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: